H εποχή του Μιχαήλ Γ' - Δυναστεία του Αμορίου (9ος αι)
-Το τέλος της εικονομαχίας
- Η σχολή της Μαγναύρας και ο Λέων ο Φιλόσοφος
- Ο Φώτιος και το ενδιαφέρον για τους αρχαίους συγγραφείς
- Εκχριστιανισμός των Σλάβων και των Βουλγάρων
- Αραβοβυζαντινοί πόλεμοι-ακριτικά τραγούδια
Τα πρόσωπα της εξουσίας
Μιχαήλ Γ' - Θεοδώρα - Βάρδας
Ο Μιχαήλ Γ (842-867) ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας του Αμορίου. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και της Θεοδώρας, η οποία μετά τον θάνατο του Θεόφιλου ανέλαβε την επιτροπεία του γιου τους Μιχαήλ (ο Μιχαήλ τότε ήταν τριών χρονών αλλά είχε ήδη οριστεί αυτοκράτορας), με συνεπιτρόπους τον αδελφό της Βάρδα, τον μάγιστρο Μανουήλ και τον λογοθέτη Θεόκτιστο. Με πρωτοβουλία της Θεοδώρας έληξε το 843 η Εικονομαχία με την επίσημη αναστήλωση των εικόνων. Η Θεοδώρα θα παραμείνει στο θρόνο ως συναυτοκράτειρα του ανήλικου γιου της Μιχαήλ μέχρι το 856. Στη συνέχεια ο Μιχαήλ θα ασκήσει την εξουσία με τη βοήθεια του Βάρδα. |
Χρυσός σόλιδος Απεικονίζονται η Θεοδώρα από την μία πλευρά και ο Μιχαήλ Γ' με την αδελφή του Θέκλα από την άλλη.
|
O Βάρδας ήταν Βυζαντινός αξιωματούχος, αρμενικής καταγωγής, από την Παφλαγονία. Έλαβε τον τίτλο του πατρίκιου από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο και συμμετείχε μαζί με τον Θεόφοβο σε εκστρατεία στην Αμπχαζία, όπου ηττήθηκαν. Αδελφός της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, βοήθησε το γιο της Μιχαήλ Γ΄ στην εκθρόνισή της και ο ίδιος ανακηρύχθηκε χαρτουλάριος του κανικλείου, μάγιστρος και αργότερα δομέστικος των σχολών. Στις 26 Απριλίου του 862 στέφθηκε καίσαρας από τον Μιχαήλ.
Θεωρείται εξαίρετος διαχειριστής των κρατικών υποθέσεων κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Μιχαήλ, συμβάλλοντας στην εκλογή του Πατριάρχη Φώτιου Α΄ και στην αποστολή του Μεθόδιου στη Μεγάλη Μοραβία. Οργάνωσε τη σχολή της Μαγναύρας, η οποία αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή εκπαίδευση.
Δολοφονήθηκε το 866 από τον Βασίλειο, μετέπειτα ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας, ο οποίος άλλωστε στη συνέχεια (867) δολοφόνησε και τον Μιχαήλ Γ' και ανέβηκε ο ίδιος στο θρόνο.
Θεωρείται εξαίρετος διαχειριστής των κρατικών υποθέσεων κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Μιχαήλ, συμβάλλοντας στην εκλογή του Πατριάρχη Φώτιου Α΄ και στην αποστολή του Μεθόδιου στη Μεγάλη Μοραβία. Οργάνωσε τη σχολή της Μαγναύρας, η οποία αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή εκπαίδευση.
Δολοφονήθηκε το 866 από τον Βασίλειο, μετέπειτα ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας, ο οποίος άλλωστε στη συνέχεια (867) δολοφόνησε και τον Μιχαήλ Γ' και ανέβηκε ο ίδιος στο θρόνο.
Η δολοφονία του Βάρδα ενώπιον του Μιχαήλ. Σύνοψις Ιστοριών Ιωάννη Σκυλίτση, Κώδικας Μαδρίτης.
Η Θεοδώρα και το τέλος της εικονομαχίας
Οι εικονολάτρες τελικά επικράτησαν, με την αναστήλωση των εικόνων που αποφασίστηκε για πρώτη φορά στην Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, το 787, και οριστικά πια από τη Σύνοδο του 843 που συγκάλεσε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Η λύση που δόθηκε στην εικονομαχική διένεξη στο θεωρητικό επίπεδο βασίστηκε σε δύο επιχειρήματα. Tο πρώτο ήταν ότι το ίδιο το Δόγμα της Θείας Ενσάρκωσης -το ότι δηλαδή ο Θεός έγινε άνθρωπος για να ολοκληρώσει τη σωτηρία του ανθρώπου- μας επιτρέπει την απεικόνισή του με ανθρώπινη μορφή. Το δεύτερο επιχείρημα ήταν ο προσεκτικός διαχωρισμός ανάμεσα στην εικόνα και το πρωτότυπο: στην εικόνα αποδιδόταν μόνο τιμητική προσκύνηση, ενώ η αληθινή λατρεία αποδιδόταν στο πρωτότυπο της εικόνας, δηλαδή στο θείο πρόσωπο που απεικονιζόταν. Όλη όμως αυτή η συζήτηση καθόρισε και την ύστερη ζωή του Βυζαντίου, αφού επέδρασε σημαντικά στη διαμόρφωση της βυζαντινής τέχνης και του ορθόδοξου δόγματος στους επόμενους αιώνες. |
Ο Μιχαήλ Γ’ είχε το άκρως υποτιμητικό επίθετο ο «Μέθυσος». Τον είχαν περιγράψει σαν αμαρτωλό, βάναυσο, βίαιο, φιλήδονο και -βεβαίως- μέθυσο. Η σύγχρονη ιστορική έρευνα τον έχει αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό, αποδεικνύοντας τον πολύ σημαντικό ρόλο που έπαιξε η βασιλεία του στην αναγέννηση του Βυζαντίου κατά τον 9ο αιώνα. Κατά πάσα πιθανότητα οι ιστορικοί της Μακεδονικής δυναστείας, που επακολούθησε, υπερέβαλαν τα ελαττώματά του αναζητώντας δικαιολογίες για το φόνο του Μιχαήλ από τον Βασίλειο Α’, τον γενάρχη της λαμπρής Μακεδονικής δυναστείας. Πάντως το «Μέθυσος» έμεινε.
|
Ένα Πανεπιστήμιο στη Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη -Η σχολή της Μαγναύρας
Το Μέγα Παλάτιον με το συγκρότημα της Μαγναύρας και η γύρω περιοχή
Ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα (σχολή) ανώτατης εκπαίδευσης, δηλαδή ένα είδος Πανεπιστημίου, το Πανδιδακτήριο υπήρχε στην Κωνσταντινούπολη, από τον 5ο αιώνα. Ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' το 425 και έκτοτε τελούσε υπό την αιγίδα των αυτοκρατόρων. Αναφέρεται ότι στο Πανδιδακτήριο δίδασκαν τριάντα καθηγητές, δεκαπέντε στην ελληνική γλώσσα, γραμματική και φιλολογία, ενώ άλλοι δεκαπέντε δίδασκαν στη λατινική γλώσσα, ρωμαϊκή φιλολογία, φιλοσοφία και νομικά.
Κατά τον 9ο αιώνα, στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ', με πρωτοβουλία του καίσαρα Βάρδα, εγκαταστάθηκε στον περίβολο του παλατιού, στη Μαγναύρα, αναφερόμενο και ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας.
Η σχολή γνώρισε την εποχή εκείνη ιδιαίτερη άνθηση, κάτω από τη διεύθυνση του Λέοντος του Μαθηματικού ή Φιλοσόφου από τη Θεσσαλία (790 - 869). Ο Λέων ο δίδασκε φιλοσοφία, ενώ άλλοι λόγιοι δίδασκαν μαθηματικά, αστρονομία και γραμματική.
Το ενδιαφέρον του Βάρδα για την παιδεία –που ενισχύθηκε από τη μεγάλη προσωπικότητα της εποχής, τον πατριάρχη Φώτιο– αποτυπώνεται στον τρόπο κατά τον οποίο οργάνωσε το πανεπιστήμιο: επεδίωξε την εξασφάλιση διδακτικού προσωπικού ανώτερου επιπέδου, γι’ αυτό προσέφερε υψηλές αμοιβές στους καθηγητές, «σιτήσεις δημοσίας» και κάθε δυνατή διευκόλυνση του έργου τους. Παράλληλα, προσέφερε δωρεάν φοίτηση στους σπουδαστές, για να πετύχει όσο το δυνατόν ευρύτερη διάδοση της ανώτερης παιδείας.
Το Πανδιδακτήριο βελτιώθηκε τον 10ο αιώνα με πρωτοβουλίες του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου ο οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά διδάσκοντες και σπουδαστές. Τον 11ο αι ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος μεταρρύθμισε το Πανδιδακτήριο και ίδρυσε δυο σχολές, το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον» (φιλοσοφική). Στο Γυμνάσιον διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο "Διδασκαλείο των Νόμων".
Κατά τον 9ο αιώνα, στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ', με πρωτοβουλία του καίσαρα Βάρδα, εγκαταστάθηκε στον περίβολο του παλατιού, στη Μαγναύρα, αναφερόμενο και ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας.
Η σχολή γνώρισε την εποχή εκείνη ιδιαίτερη άνθηση, κάτω από τη διεύθυνση του Λέοντος του Μαθηματικού ή Φιλοσόφου από τη Θεσσαλία (790 - 869). Ο Λέων ο δίδασκε φιλοσοφία, ενώ άλλοι λόγιοι δίδασκαν μαθηματικά, αστρονομία και γραμματική.
Το ενδιαφέρον του Βάρδα για την παιδεία –που ενισχύθηκε από τη μεγάλη προσωπικότητα της εποχής, τον πατριάρχη Φώτιο– αποτυπώνεται στον τρόπο κατά τον οποίο οργάνωσε το πανεπιστήμιο: επεδίωξε την εξασφάλιση διδακτικού προσωπικού ανώτερου επιπέδου, γι’ αυτό προσέφερε υψηλές αμοιβές στους καθηγητές, «σιτήσεις δημοσίας» και κάθε δυνατή διευκόλυνση του έργου τους. Παράλληλα, προσέφερε δωρεάν φοίτηση στους σπουδαστές, για να πετύχει όσο το δυνατόν ευρύτερη διάδοση της ανώτερης παιδείας.
Το Πανδιδακτήριο βελτιώθηκε τον 10ο αιώνα με πρωτοβουλίες του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου ο οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά διδάσκοντες και σπουδαστές. Τον 11ο αι ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος μεταρρύθμισε το Πανδιδακτήριο και ίδρυσε δυο σχολές, το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον» (φιλοσοφική). Στο Γυμνάσιον διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο "Διδασκαλείο των Νόμων".
Ο Λέων, καθώς σχόλαζε, εξαιτίας της καθαίρεσης του [από το αξίωμα του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης], διεύθυνε τη σχολή της Μαγναύρας. Ο μαθητής του Θεόδωρος ήταν επικεφαλής του τμήματος της γεωμετρίας, ο Θεοδήγιος της αστρονομίας, και ο Κομητάς της γραμματικής, που διδάσκει πώς μιλιούνται σωστά τα ελληνικά. Ο Βάρδας τους έδινε γενναιόδωρες χορηγίες, για να καλύπτουν τις ανάγκες τους και, επειδή αγαπούσε τη γνώση, τους επισκεπτόταν συχνά, ενθαρρύνοντας τις κλίσεις των φοιτητών τους: μέσα σε λίγα χρόνια έδωσε φτερά στην επιστήμη, που σημείωσε αλματώδη πρόοδο.
Συνεχιστές Θεοφάνη, 4ο βιβλίο, έκδ. I. Bekker, CSHB, Βόννη 1838, 192. |
Σκηνή από τη διδασκαλία των νόμων στο Πανεπιστήμιο της Πόλης (Μικρογραφία από βυζαντινό χειρόγραφο, Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)
|
Λέων ο Φιλόσοφος
"Θεωρίας ύψωμα, γνώσεως βάθος,
πλάτος λόγων, φρόνησις, απλότης, πόνος,
θρηνούσιν, οιμώζουσιν. Ου γαρ εν βίω
Λέοντα νυν βλέπουσιν..."
Επιτύμβιο επίγραμμα του Λέοντα Χοιροσφάκτη για το Λέοντα Φιλόσοφο.
Ο Λέων ο Φιλόσοφος ή Μαθηματικός γεννήθηκε στη Θεσσαλία γύρω στο 790. Απέκτησε εξαιρετική μόρφωση ταξιδεύοντας στην επαρχία και κυρίως στην 'Aνδρο, στα μοναστήρια της οποίας έβρισκε σπάνια χειρόγραφα. 'Aγνωστος ακόμη, κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε ιδιωτικός δάσκαλος. Κατά τη διάρκεια των βυζαντινοαραβικών πολέμων ένας μαθητής του πιάστηκε αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στο αραβικό χαλιφάτο. Εκεί κατέπληξε το χαλίφη al-Ma'mun με τις μαθηματικές του γνώσεις και, όταν τον πληροφόρησε για το δάσκαλό του, ο Χαλίφης έστειλε πρεσβεία στο Βυζάντιο και κάλεσε το Λέοντα στο χαλιφάτο προσφέροντάς του πλούσια ζωή. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Θεόφιλος μαθαίνοντας την προσφορά του χαλίφη ζήτησε από το Λέοντα να παραμείνει στο Βυζάντιο και του πρόσφερε μια θέση διδασκαλίας σε ένα εκπαιδευτήριο της πρωτεύουσας. Το 840-843 ο Λέων διετέλεσε Μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανέλαβε τη διδασκαλία της φιλοσοφίας στη νεοσυγκροτημένη Σχολή της Μαγναύρας, μέχρι το θάνατό του, μετά το 869. Υπήρξε σπουδαίος μαθηματικός, αστρολόγος και φιλόσοφος. Σ' αυτόν αποδίδεται η κατασκευή μηχανημάτων που προειδοποιούσαν με φώτα από την Ταρσό της Κιλικίας στην Κωνσταντινούπολη για τις αραβικές επιδρομές, η δημιουργία των αυτομάτων, καθώς και η συγγραφή φιλοσοφικών, φιλολογικών και λογοτεχνικών έργων (επιγραμμάτων) που όμως δεν έχουν όλα σωθεί. Μελέτησε τους αρχαίους συγγραφείς και υπήρξε ο πρώτος εκδότης πλατωνικών διαλόγων στο Βυζάντιο.
>> Στο παραπάνω κείμενο να παρατηρήσετε τις σχέσεις βυζαντινών και αράβων σε επίπεδο πολιτισμού και επιστήμης, αλλά και την ιδιαίτερη σημασία που έδιναν οι Άραβες στην ανάπτυξη της επιστήμης και της γνώσης
Φώτιος - Το ενδιαφέρον για τους αρχαίους συγγραφείς -
Αντιγραφή και σχολιασμός αρχαίων χειρογράφων
Η προσωπικότητα του Φώτιου
Προερχόταν από εύπορη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης και ήταν ανιψιός του εικονόφιλου πατριάρχη Ταρασίου. Από νεαρή ηλικία ξεκίνησε μια λαμπρή καριέρα στην αυτοκρατορική υπαλληλία της πρωτεύουσας.Το 858 και ενώ ήταν ακόμα λαϊκός εκλέχθηκε πατριάρχης με την υποστήριξη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας και του καίσαρα Βάρδα.
Τεράστια είναι η συγγραφική παραγωγή του Φωτίου. Τα κυριότερα έργα του είναι το Λεξικό και η Βιβλιοθήκη ή Μυριόβιβλος.
Το Λεξικό συντάθηκε από το Φώτιο ενώ ήταν ακόμα νέος και είχε χαρακτήρα περισσότερο πρακτικό παρά συστηματικό και φιλολογικό, χρησίμευε στο να βοηθά το Φώτιο κατά την ανάγνωση των αρχαίων κειμένων, δηλαδή ήταν ένα έργο επικουρικό πάνω στην ανάγνωση αρχαίων έργων και συγγραφέων.
Η Βιβλιοθήκη ή Μυριόβιβλος είναι ένα έργο που αποτελείται από 280 κεφάλαια. Το έργο αναφέρεται σε βιβλία αρχαίων συγγραφέων λιγότερο γνωστά στους πνευματικούς κύκλους τα οποία ο Φώτιος διάβασε και έγραψε περίληψη και κριτική για το καθένα. Η σημασία του έργου έγκειται στο γεγονός ότι διασώζει το περιεχόμενο έργων και ονόματα συγγραφέων τα οποία σήμερα έχουν χαθεί, αποτελώντας παράλληλα τη πρώτη μορφή της βιβλιοκρισίας.
Ο Φώτιος υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα η οποία έδρασε σε πολλά από τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της εποχής του. Ο Φώτιος υπήρξε επιτυχημένος δημόσιος υπάλληλος, πατριάρχης τεράστιας σημασίας για την ανατολική εκκλησία με έντονη ιεραποστολική δράση, δάσκαλος και λόγιος με πολύ σημαντικό φιλολογικό έργο.
Προερχόταν από εύπορη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης και ήταν ανιψιός του εικονόφιλου πατριάρχη Ταρασίου. Από νεαρή ηλικία ξεκίνησε μια λαμπρή καριέρα στην αυτοκρατορική υπαλληλία της πρωτεύουσας.Το 858 και ενώ ήταν ακόμα λαϊκός εκλέχθηκε πατριάρχης με την υποστήριξη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας και του καίσαρα Βάρδα.
Τεράστια είναι η συγγραφική παραγωγή του Φωτίου. Τα κυριότερα έργα του είναι το Λεξικό και η Βιβλιοθήκη ή Μυριόβιβλος.
Το Λεξικό συντάθηκε από το Φώτιο ενώ ήταν ακόμα νέος και είχε χαρακτήρα περισσότερο πρακτικό παρά συστηματικό και φιλολογικό, χρησίμευε στο να βοηθά το Φώτιο κατά την ανάγνωση των αρχαίων κειμένων, δηλαδή ήταν ένα έργο επικουρικό πάνω στην ανάγνωση αρχαίων έργων και συγγραφέων.
Η Βιβλιοθήκη ή Μυριόβιβλος είναι ένα έργο που αποτελείται από 280 κεφάλαια. Το έργο αναφέρεται σε βιβλία αρχαίων συγγραφέων λιγότερο γνωστά στους πνευματικούς κύκλους τα οποία ο Φώτιος διάβασε και έγραψε περίληψη και κριτική για το καθένα. Η σημασία του έργου έγκειται στο γεγονός ότι διασώζει το περιεχόμενο έργων και ονόματα συγγραφέων τα οποία σήμερα έχουν χαθεί, αποτελώντας παράλληλα τη πρώτη μορφή της βιβλιοκρισίας.
Ο Φώτιος υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα η οποία έδρασε σε πολλά από τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της εποχής του. Ο Φώτιος υπήρξε επιτυχημένος δημόσιος υπάλληλος, πατριάρχης τεράστιας σημασίας για την ανατολική εκκλησία με έντονη ιεραποστολική δράση, δάσκαλος και λόγιος με πολύ σημαντικό φιλολογικό έργο.
Ο Πατριάρχης Φώτιος ένθρονος σε δημόσια συζήτηση. (Μικρογραφία από χειρόγραφο, Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη).
Την ίδια εποχή περίπου (9ος αι) παρατηρείται στην Κωνσταντινούπολη και η μετατροπή της Μονής Στουδίου σε κέντρο πνευματικής δραστηριότητας (το ίδιο έγινε και σε άλλα μοναστήρια της αυτοκρατορίας). Στη Μονή Στουδίου άνθησε η υμνογραφία και δημιουργήθηκε ένα σπουδαίο scriptorium (εργαστήριο αντιγραφής και παραγωγής χειρογράφων) από τα πρώτα στο Βυζάντιο και το πρώτο που γνωρίζουμε καλά τη δραστηριότητά του. Η αντιγραφή χειρογράφων είχε οργανωθεί με μεγάλη πειθαρχία από τους στουδίτες μοναχούς - μεταξύ των οποίων ο Θεόδωρος Στουδίτης και ο καλλιγράφος Νικόλαος Στουδίτης, του οποίου χειρόγραφα σώζονται μέχρι σήμερα.
>> Στη Μονή Στουδίου επινοήθηκε τον 9ο αιώνα μια νέα, μικρογράμματη γραφή της Ελληνικής γλώσσας, στη θέση της κεφαλαιογράμματης που χρησιμοποιείτο μέχρι τότε. Η μικρογράμματη αναφέρεται και ως στουδιτική γραφή, από το παλαιότερο, μέχρι σήμερα, χρονολογημένο της δείγμα, το Τετραβάγγελο Ουσπένσκι, στην Αγία Πετρούπολη, το οποίο χρονολογείται από το 835 και προέρχεται από τη μονή Στουδίου. Η σύγχρονη ελληνική γραφή προέρχεται από την τυπογραφική τυποποίηση της μικρογράμματης του 9ου αι., σε συνδυασμό με τα κεφαλαία της αρχαιότερης μεγαλογράμματης.
Εκχριστιανισμός των Σλάβων και των Βουλγάρων
Πεπειραμένος ήδη από την επιτυχημένη του πορεία στην αυτοκρατορική υπαλληλία, ο Φώτιος ανέλαβε μία δυναμική πολιτική για τον εκχριστιανισμό και επέκταση του βυζαντινού πολιτισμού και επιρροής στους εκτός συνόρων της αυτοκρατορίας λαούς. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αποτελούν η αποστολή των Κωνσταντίνου – Κύριλλου και Μεθοδίου στη Μοραβία και ο εκχριστιανισμός της Βουλγαρίας. Επιπλέον θα ασκήσει δριμεία κριτική στην Εκκλησία της Ρώμης για την υιοθέτηση του “fillioque” και άλλων δογματικών και λειτουργικών νεοτερισμών, και θα έρθει σε ανοιχτή ρήξη με το πάπα Νικόλαο Α΄, κάτι που θα οδηγήσει τις δύο Εκκλησίες σε σχίσμα και αμφότερα αναθέματα (το σχίσμα θα αρθεί το 879 με τη συμφιλίωση του Φωτίου με τον Ιωάννη Η’). Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο Φώτιος υπήρξε θιασώτης της χρησης της γλώσσας του κάθε λαού στις εκκλησιαστικές ακολουθίες και προέβη στην οργάνωση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Βουλγαρίας.
Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων και η δημιουργία του σλαβικού αλφαβήτου, με το οποίο μπόρεσαν να εκφραστούν θρησκευτικά και φιλολογικά, ήταν ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του βυζαντινού πολιτισμού. Το έργο ξεκίνησε στα χρόνια του Μιχαήλ Γ', του Βάρδα και επί πατριαρχίας του Φωτίου και συνεχίστηκε στον επόμενο αιώνα. Πρώτοι δέχτηκαν το Χριστιανισμό οι Σλάβοι της Μοραβίας. Από τα μέσα του 9ου αιώνα ο ηγεμόνας τους Ρατισλάβος έστειλε πρεσβεία στο Βυζάντιο και ζήτησε την αποστολή βυζαντινών επισκόπων και δασκάλων για να διδάξουν τη χριστιανική θρησκεία στη γλώσσα του λαού του. Aλλά και πολιτικοί λόγοι έστρεψαν το Ρατισλάβο στο Βυζάντιο. Καθώς απομάκρυνε τη γερμανική επικυριαρχία, ήρθε σε γειτνίαση με τους Βουλγάρους, που είχαν συμμαχήσει με τους Φράγκους το 863. Η συμμαχία αυτή αποτελούσε απειλητικό κλοιό για τους Μοραβούς που στράφηκαν έτσι για αντιπερισπασμό στο Βυζάντιο.
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ' και ο πατριάρχης Φώτιος διέκριναν τα οφέλη που θα προσπόριζε στο Βυζάντιο η επέκταση της θρησκευτικής και πολιτικής επιρροής του και ανέθεσαν τη σημαντική αποστολή στους δύο θεσσαλονικείς αδελφούς Κωνσταντίνο- Κύριλλο και Μεθόδιο, που είχαν αναλάβει και στο παρελθόν ανάλογες δραστηριότητες. Αυτοί ξεκίνησαν το 864 για τη Μοραβία εφοδιασμένοι με σλαβικές μεταφράσεις λειτουργικών κειμένων σε ένα νέο αλφάβητο, το λεγόμενο γλαγολιτικό. Η πρώτη φάση της αποστολής τους (864-867) στέφθηκε από πλήρη επιτυχία.
Τον εκχριστιανισμό των Μοραβών ακολούθησε εκείνος των Βουλγάρων, τον οποίο επέβαλαν όμως τα βυζαντινά όπλα. Το 864, ο ηγεμόνας τους Βόρις βαπτίστηκε και πήρε το όνομα Μιχαήλ. Ακριβώς όμως επειδή η στροφή τους προς το Χριστιανισμό έγινε κάτω από στρατιωτική πίεση, το 866 ο ηγεμόνας τους δε δίστασε να αλλάξει πολιτική και ζήτησε την αποστολή κληρικών από τη Ρώμη και το φραγκικό βασίλειο. Ο Πάπας, που ενδιαφερόταν για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια και καραδοκούσε να επαναφέρει τη δικαιοδοσία της Ρώμης στην περιοχή, απ' όπου την είχαν απομακρύνει οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, έσπευσε να στείλει κληρικούς προκαλώντας την οργή του πατριάρχη Φωτίου που καταδίκασε σε σύνοδο το 867 τις αντικανονικές ενέργειες του λατινικού κλήρου και κυρίως το δόγμα του filioque.
βλ. http://www.ime.gr/chronos/09/gr/p/610/main/p3f.html
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ' και ο πατριάρχης Φώτιος διέκριναν τα οφέλη που θα προσπόριζε στο Βυζάντιο η επέκταση της θρησκευτικής και πολιτικής επιρροής του και ανέθεσαν τη σημαντική αποστολή στους δύο θεσσαλονικείς αδελφούς Κωνσταντίνο- Κύριλλο και Μεθόδιο, που είχαν αναλάβει και στο παρελθόν ανάλογες δραστηριότητες. Αυτοί ξεκίνησαν το 864 για τη Μοραβία εφοδιασμένοι με σλαβικές μεταφράσεις λειτουργικών κειμένων σε ένα νέο αλφάβητο, το λεγόμενο γλαγολιτικό. Η πρώτη φάση της αποστολής τους (864-867) στέφθηκε από πλήρη επιτυχία.
Τον εκχριστιανισμό των Μοραβών ακολούθησε εκείνος των Βουλγάρων, τον οποίο επέβαλαν όμως τα βυζαντινά όπλα. Το 864, ο ηγεμόνας τους Βόρις βαπτίστηκε και πήρε το όνομα Μιχαήλ. Ακριβώς όμως επειδή η στροφή τους προς το Χριστιανισμό έγινε κάτω από στρατιωτική πίεση, το 866 ο ηγεμόνας τους δε δίστασε να αλλάξει πολιτική και ζήτησε την αποστολή κληρικών από τη Ρώμη και το φραγκικό βασίλειο. Ο Πάπας, που ενδιαφερόταν για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια και καραδοκούσε να επαναφέρει τη δικαιοδοσία της Ρώμης στην περιοχή, απ' όπου την είχαν απομακρύνει οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, έσπευσε να στείλει κληρικούς προκαλώντας την οργή του πατριάρχη Φωτίου που καταδίκασε σε σύνοδο το 867 τις αντικανονικές ενέργειες του λατινικού κλήρου και κυρίως το δόγμα του filioque.
βλ. http://www.ime.gr/chronos/09/gr/p/610/main/p3f.html
Αραβοβυζαντινοί πόλεμοι-ακριτικά τραγούδια
Πολιορκία και Άλωση του Αμορίου
Η Πολιορκία και Άλωση του Αμορίου από το Χαλιφάτο των Αββασιδών στα μέσα του Αυγούστου του 838 αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της μακράς ιστορίας πολέμων ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Άραβες. Της εκστρατείας των Αββασιδών ηγήθηκε προσωπικά ο Χαλίφης Μουτασίμ (833-842) ως απάντηση στην επιτυχή στρατιωτική επιχείρηση του αυτοκράτορα Θεοφίλου εναντίον περιοχών του χαλιφάτου τον προηγούμενο χρόνο (837). Ο Μουτασίμ έθεσε εξαρχής ως στόχο του την κατάληψη της Άγκυρας και κυρίως του Αμορίου, το οποίο ως έδρα του θέματος Ανατολικών αποτελούσε σημαντικότατο στρατιωτικό κέντρο. Ταυτόχρονα όμως ήταν και η γενέτειρα της δυναστείας του αυτοκράτορα Θεοφίλου, γεγονός που προσέδιδε ξεχωριστή βαρύτητα στην ενδεχόμενη άλωσή του.
Το Αμόριο διέθετε ισχυρές οχυρώσεις, ωστόσο οι Άραβες επικέντρωσαν τις επιθετικές τους προσπάθειες στο πιο αδύναμο σημείο των τειχών, πετυχαίνοντας να δημιουργήσουν ρήγμα. Στα μέσα Αυγούστου του 838 ο Βυζαντινός διοικητής Βοϊδίτζης, στον οποίο είχε ανατεθεί η προάσπιση του τείχους στο σημείο του ρήγματος, αποθαρρυμένος από την ορμή των Αράβων και ανίκανος να τους συγκρατήσει, επισκέφθηκε κρυφά το αντίπαλο στρατόπεδο ώστε να διαπραγματευτεί τη σωτηρία του με το Χαλίφη. Η παύση των εχθροπραξιών από μέρους του επέτρεψε στους Άραβες να εισέλθουν ανεμπόδιστοι στην πόλη και να την κατακτήσουν. Το Αμόριο κατεστράφη μεθοδικά, με αποτέλεσμα να μην αποκτήσει ποτέ ξανά την παλαιά του αίγλη.
Η Άλωση του Αμορίου δεν υπήρξε απλά μεγάλη στρατιωτική καταστροφή και βαρύ προσωπικό πλήγμα του Θεόφιλου, αλλά και τραυματικό γεγονός για τους Βυζαντινούς, οι συνέπειες του οποίου απηχούν στη μεταγενέστερη γραμματεία. Το ιστορικό αυτό γεγονός δεν άλλαξε τελικά την ισορροπία δυνάμεων, η οποία έγερνε αργά υπέρ του Βυζαντίου, αλλά απαξίωσε πλήρως το θεολογικό δόγμα της Εικονομαχίας, που υποστηριζόταν με πάθος από το Θεόφιλο. Καθώς η Εικονομαχία στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στις στρατιωτικές επιτυχίες για τη νομιμοποίηση της, η πτώση του Αμορίου συνέβαλε αποφασιστικά στην εγκατάλειψη της λίγο μετά το θάνατο του Θεόφιλου το 842.
Οι επιδρομές των Αράβων στη Μικρά Ασία συνεχίστηκαν και επί Μιχαήλ Γ', με περισσότερες επιτυχίες των Βυζαντινών. Το 863, οι Βυζαντινοί υπό την ηγεσία του δομέστικου των σχολών Πετρωνά, θείου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, κατέστρεψαν το στρατό του εμίρη της Μελιτηνής, στερώντας από τους Άραβες μια πολύτιμη βάση επίθεσης.
Η Πολιορκία και Άλωση του Αμορίου από το Χαλιφάτο των Αββασιδών στα μέσα του Αυγούστου του 838 αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της μακράς ιστορίας πολέμων ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Άραβες. Της εκστρατείας των Αββασιδών ηγήθηκε προσωπικά ο Χαλίφης Μουτασίμ (833-842) ως απάντηση στην επιτυχή στρατιωτική επιχείρηση του αυτοκράτορα Θεοφίλου εναντίον περιοχών του χαλιφάτου τον προηγούμενο χρόνο (837). Ο Μουτασίμ έθεσε εξαρχής ως στόχο του την κατάληψη της Άγκυρας και κυρίως του Αμορίου, το οποίο ως έδρα του θέματος Ανατολικών αποτελούσε σημαντικότατο στρατιωτικό κέντρο. Ταυτόχρονα όμως ήταν και η γενέτειρα της δυναστείας του αυτοκράτορα Θεοφίλου, γεγονός που προσέδιδε ξεχωριστή βαρύτητα στην ενδεχόμενη άλωσή του.
Το Αμόριο διέθετε ισχυρές οχυρώσεις, ωστόσο οι Άραβες επικέντρωσαν τις επιθετικές τους προσπάθειες στο πιο αδύναμο σημείο των τειχών, πετυχαίνοντας να δημιουργήσουν ρήγμα. Στα μέσα Αυγούστου του 838 ο Βυζαντινός διοικητής Βοϊδίτζης, στον οποίο είχε ανατεθεί η προάσπιση του τείχους στο σημείο του ρήγματος, αποθαρρυμένος από την ορμή των Αράβων και ανίκανος να τους συγκρατήσει, επισκέφθηκε κρυφά το αντίπαλο στρατόπεδο ώστε να διαπραγματευτεί τη σωτηρία του με το Χαλίφη. Η παύση των εχθροπραξιών από μέρους του επέτρεψε στους Άραβες να εισέλθουν ανεμπόδιστοι στην πόλη και να την κατακτήσουν. Το Αμόριο κατεστράφη μεθοδικά, με αποτέλεσμα να μην αποκτήσει ποτέ ξανά την παλαιά του αίγλη.
Η Άλωση του Αμορίου δεν υπήρξε απλά μεγάλη στρατιωτική καταστροφή και βαρύ προσωπικό πλήγμα του Θεόφιλου, αλλά και τραυματικό γεγονός για τους Βυζαντινούς, οι συνέπειες του οποίου απηχούν στη μεταγενέστερη γραμματεία. Το ιστορικό αυτό γεγονός δεν άλλαξε τελικά την ισορροπία δυνάμεων, η οποία έγερνε αργά υπέρ του Βυζαντίου, αλλά απαξίωσε πλήρως το θεολογικό δόγμα της Εικονομαχίας, που υποστηριζόταν με πάθος από το Θεόφιλο. Καθώς η Εικονομαχία στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στις στρατιωτικές επιτυχίες για τη νομιμοποίηση της, η πτώση του Αμορίου συνέβαλε αποφασιστικά στην εγκατάλειψη της λίγο μετά το θάνατο του Θεόφιλου το 842.
Οι επιδρομές των Αράβων στη Μικρά Ασία συνεχίστηκαν και επί Μιχαήλ Γ', με περισσότερες επιτυχίες των Βυζαντινών. Το 863, οι Βυζαντινοί υπό την ηγεσία του δομέστικου των σχολών Πετρωνά, θείου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, κατέστρεψαν το στρατό του εμίρη της Μελιτηνής, στερώντας από τους Άραβες μια πολύτιμη βάση επίθεσης.
Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες
>> Στα χρόνια του Μιχαήλ Β' Άραβες της Ανδαλουσίας, αφού αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ισπανία, κατέφυγαν στην Αίγυπτο και από εκεί με πειρατικές επιδρομές κατέκτησαν την Κρήτη στο διάστημα μεταξύ 824 και 827. Τον ίδιο καιρό (827) άρχισε και η κατάληψη της Σικελίας από δυνάμεις των Αγιαβιδών Αράβων της Αφρικής. Η απώλεια της Κρήτης ήταν βαρύ πλήγμα για τους Βυζαντινούς, γιατί διευκόλυνε τις αραβικές πειρατικές επιδρομές στο Αιγαίο. Για το λόγο αυτό το ζήτημα της ανακατάληψής της απασχόλησε αμέσως τους βυζαντινούς αυτοκράτορες,αν και τελικά επιτεύχθηκε αρκετά χρόνια αργότερα (961).
Η πτώση της Κρήτης στους Άραβες ήταν γεγονός υψίστης σημασίας αφού άλλαξε ουσιαστικά την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Η αλλαγή αυτή είχε τεράστιες επιπτώσεις στην ασφάλεια, την κυριαρχία και στην ίδια την βυζαντινή παρουσία στα νησιά και τις ακτές του Αιγαίου. Ο κίνδυνος έγινε φανερός ευθύς εξ αρχής αφού οι Άραβες άρχισαν τις επιδρομές τους στο Αιγαίο πολύ νωρίς, πριν ολοκληρώσουν την κατάκτηση της Κρήτης. Με την πάροδο του χρόνου οι επιδρομές γίνονταν όλο και συχνότερες καθώς και πιο επικίνδυνες προκαλώντας σοβαρές αναστατώσεις ή και πλήρη διακοπή στις θαλάσσιες επικοινωνίες. Λόγω των καταστροφών αυτών, το νησί, ως έδρα των Αράβων επιδρομέων, ονομάστηκε απ' τους Βυζαντινούς «Θεόλεστος Κρήτη».
Η γεωγραφική θέση της Κρήτης και η σοβαρότητα των αραβικών επιδρομών που ξεκινούσαν από εκεί, εξηγούν τις ακατάπαυστες προσπάθειες για την ανακατάληψη της νήσου απ' τους Βυζαντινούς. Μετά τις αποτυχημένες εκστρατείες των Δαμιανού, Φωτεινού και Κρατερού και του Ωορύφα, άλλη μια μεγάλη εκστρατεία οργανώθηκε το 843 στην αρχή της βασιλείας του Μιχαήλ Γ΄ και της Θεοδώρας. Αρχηγός ήταν ο λογοθέτης Θεόκτιστος ενώ συμμετείχε και ο μάγιστρος Σέργιος Νικητιάτης. Το εκστρατευτικό σώμα φαίνεται ότι αποβιβάστηκε σε περιοχή που ήλεγχαν ακόμα οι Βυζαντινοί γι' αυτό και δεν αναφέρεται προσπάθεια των Αράβων να εμποδίσουν της απόβαση. Η επιχείρηση απέτυχε εξαιτίας κάποιων ψευδών ειδήσεων που διαδώθηκαν στο βυζαντινό στρατόπεδο, περί δήθεν πραξικοπήματος στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεόκτιστος έφυγε με τμήμα του στρατού για την Κωνσταντινούπολη ενώ το υπόλοιπο σώμα που έμεινε καταστράφηκε απ' τους Άραβες. Έτσι εικάζεται ότι όποιο τμήμα του νησιού είχε μείνει σε βυζαντινά χέρια, πέρασε και αυτό σε αραβική κυριαρχία.
Παρά την αποτυχία, αυτή οι Βυζαντινοί επέμειναν και έτσι το 866, επί Μιχαήλ Γ' (843-67), προετοιμάστηκε μια νέα μεγάλη εκστρατεία, κυρίως απ' τον καίσαρα Βάρδα, αδερφό της Θεοδώρας και ουσιαστικό κυβερνήτη του κράτους. Και τούτη η εκστρατεία απέτυχε αφού καν δεν ξεκίνησε εξαιτίας της δολοφονίας του Καίσαρα Βάρδα, ένα χρόνο πριν την δολοφονία του ίδιου του Μιχαήλ Γ΄.
Η πτώση της Κρήτης στους Άραβες ήταν γεγονός υψίστης σημασίας αφού άλλαξε ουσιαστικά την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Η αλλαγή αυτή είχε τεράστιες επιπτώσεις στην ασφάλεια, την κυριαρχία και στην ίδια την βυζαντινή παρουσία στα νησιά και τις ακτές του Αιγαίου. Ο κίνδυνος έγινε φανερός ευθύς εξ αρχής αφού οι Άραβες άρχισαν τις επιδρομές τους στο Αιγαίο πολύ νωρίς, πριν ολοκληρώσουν την κατάκτηση της Κρήτης. Με την πάροδο του χρόνου οι επιδρομές γίνονταν όλο και συχνότερες καθώς και πιο επικίνδυνες προκαλώντας σοβαρές αναστατώσεις ή και πλήρη διακοπή στις θαλάσσιες επικοινωνίες. Λόγω των καταστροφών αυτών, το νησί, ως έδρα των Αράβων επιδρομέων, ονομάστηκε απ' τους Βυζαντινούς «Θεόλεστος Κρήτη».
Η γεωγραφική θέση της Κρήτης και η σοβαρότητα των αραβικών επιδρομών που ξεκινούσαν από εκεί, εξηγούν τις ακατάπαυστες προσπάθειες για την ανακατάληψη της νήσου απ' τους Βυζαντινούς. Μετά τις αποτυχημένες εκστρατείες των Δαμιανού, Φωτεινού και Κρατερού και του Ωορύφα, άλλη μια μεγάλη εκστρατεία οργανώθηκε το 843 στην αρχή της βασιλείας του Μιχαήλ Γ΄ και της Θεοδώρας. Αρχηγός ήταν ο λογοθέτης Θεόκτιστος ενώ συμμετείχε και ο μάγιστρος Σέργιος Νικητιάτης. Το εκστρατευτικό σώμα φαίνεται ότι αποβιβάστηκε σε περιοχή που ήλεγχαν ακόμα οι Βυζαντινοί γι' αυτό και δεν αναφέρεται προσπάθεια των Αράβων να εμποδίσουν της απόβαση. Η επιχείρηση απέτυχε εξαιτίας κάποιων ψευδών ειδήσεων που διαδώθηκαν στο βυζαντινό στρατόπεδο, περί δήθεν πραξικοπήματος στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεόκτιστος έφυγε με τμήμα του στρατού για την Κωνσταντινούπολη ενώ το υπόλοιπο σώμα που έμεινε καταστράφηκε απ' τους Άραβες. Έτσι εικάζεται ότι όποιο τμήμα του νησιού είχε μείνει σε βυζαντινά χέρια, πέρασε και αυτό σε αραβική κυριαρχία.
Παρά την αποτυχία, αυτή οι Βυζαντινοί επέμειναν και έτσι το 866, επί Μιχαήλ Γ' (843-67), προετοιμάστηκε μια νέα μεγάλη εκστρατεία, κυρίως απ' τον καίσαρα Βάρδα, αδερφό της Θεοδώρας και ουσιαστικό κυβερνήτη του κράτους. Και τούτη η εκστρατεία απέτυχε αφού καν δεν ξεκίνησε εξαιτίας της δολοφονίας του Καίσαρα Βάρδα, ένα χρόνο πριν την δολοφονία του ίδιου του Μιχαήλ Γ΄.
Με ορμητήριο στην Κρήτη οι Άραβες έκαναν επιδρομές σε ολόκληρο το Αιγαίο. Εδώ, η άλωση της Θεσσαλονίκης από Άραβες το 904. Μικρογραφία από το «Χρονικό του Σκυλίτζη», 12ος -13ος αι. Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη.
Ακρίτες και ακριτικά τραγούδια
Ακρίτες αποκαλούνταν από τους Βυζαντινούς οι φύλακες των συνόρων, που την εποχή εκείνη τα ονόμαζαν «άκρες».
Στους ακρίτες δωρίζονταν κτήματα για να τα καλλιεργούν και απαλλάσσονταν από τους φόρους, με μόνη υποχρέωση να φυλάσσουν τα σύνορα από τις επιδρομές των Αράβων και των απελατών (μεσαιωνικοί κλέφτες).
Την εποχή της δόξας τους (7ος – 10ος αιώνας) οι ακρίτες αγωνίζονταν ακατάπαυστα εναντίον των Σαρακηνών και των απελατών. Η ζωή τους ήταν κατ’ εξοχήν πολεμική και επικίνδυνη, ιδιαίτερα στις παραμεθόριες μικρασιατικές περιοχές του Πόντου και της Καππαδοκίας. Αυτό συνετέλεσε στην ανάπτυξη πνεύματος ηρωικού (ανάλογο με αυτό της μεσαιωνικής Δύσης), στο οποίο και οφείλεται η γένεση και ανάπτυξη ποίησης κατ’ εξοχήν ηρωικής, της λεγόμενης «ακριτικής». Λείψανα τέτοια έχουμε μέχρι και σήμερα στα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια μας και ιδιαίτερα στο σωζόμενο σε χειρόγραφα μεσαιωνικό «έπος του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα».
Η αναφορά των ακριτικών δημοτικών τραγουδιών ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια, την εποχή που δημιουργήθηκαν τα θέματα ειδικότερα στη περιοχή του Ευφράτη, του Ταύρου και του Αντίταυρου (8ο - 9ο αιώνα), για την ασφάλεια των οποίων άκμαζε ο θεσμός των Ακριτών, εξ ου και η ονομασία τους. Η σύνθεση αυτών ανάγεται μεταγενέστερα (11ο - 12ο αιώνα), στον Πόντο, την Καππαδοκία και γενικότερα στη Μικρά Ασία. Μαρτυρία για την ύπαρξη ηρωικής ποίησης στο Βυζάντιο θεωρείται η αναφορά του Αρέθα, αρχιεπισκόπου Καισαρείας (9ος-10ος αι.) στους Παφλαγόνες ραψωδούς που τραγουδούσαν από σπίτι σε σπίτι «ᾠδάς τινας πάθη περιεχούσας ἐνδόξων ἀνδρῶν».
Το παλαιότερο σωζόμενο ακριτικό τραγούδι είναι το «Άσμα του Αρμούρη» που παραδίδεται σε χειρόγραφο του 15ου αι. Τα περισσότερα όμως ακριτικά που είναι γνωστά σήμερα είναι όψιμες καταγραφές, του 19ου ή και των αρχών του 20ου αι., και προέρχονται από τον Πόντο, την Κύπρο και την Κρήτη. Η παλαιότητα του υλικού των τραγουδιών γίνεται αντιληπτή από την μνεία των Σαρακηνών, της Συρίας και της Αραβίας και τα βυζαντινά ονόματα των ηρώων: Αλέξιος, Κωνσταντίνος, Θεοφύλακτος. Σε κάποιες από τις παραλλαγές όμως με την πάροδο του χρόνου προστέθηκαν και νεότερα ιστορικά στοιχεία, όπως η αναφορά στους Τούρκους και την άλωση της Κωνσταντινούπολης (παράδειγμα οι ποντιακές παραλλαγές Του υιού του Ανδρόνικου, όπου στους πρώτους στίχους, αντί για «Κουρσεύουν οι Σαρακηνοί, κουρσεύουν οι Αραβίδες», που υπάρχει στις άλλες παραλλαγές, λέγεται «Οι Τούρκ' όνταν εκούρσευαν την Πόλ', την Ρωμανίαν»).
Στους ακρίτες δωρίζονταν κτήματα για να τα καλλιεργούν και απαλλάσσονταν από τους φόρους, με μόνη υποχρέωση να φυλάσσουν τα σύνορα από τις επιδρομές των Αράβων και των απελατών (μεσαιωνικοί κλέφτες).
Την εποχή της δόξας τους (7ος – 10ος αιώνας) οι ακρίτες αγωνίζονταν ακατάπαυστα εναντίον των Σαρακηνών και των απελατών. Η ζωή τους ήταν κατ’ εξοχήν πολεμική και επικίνδυνη, ιδιαίτερα στις παραμεθόριες μικρασιατικές περιοχές του Πόντου και της Καππαδοκίας. Αυτό συνετέλεσε στην ανάπτυξη πνεύματος ηρωικού (ανάλογο με αυτό της μεσαιωνικής Δύσης), στο οποίο και οφείλεται η γένεση και ανάπτυξη ποίησης κατ’ εξοχήν ηρωικής, της λεγόμενης «ακριτικής». Λείψανα τέτοια έχουμε μέχρι και σήμερα στα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια μας και ιδιαίτερα στο σωζόμενο σε χειρόγραφα μεσαιωνικό «έπος του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα».
Η αναφορά των ακριτικών δημοτικών τραγουδιών ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια, την εποχή που δημιουργήθηκαν τα θέματα ειδικότερα στη περιοχή του Ευφράτη, του Ταύρου και του Αντίταυρου (8ο - 9ο αιώνα), για την ασφάλεια των οποίων άκμαζε ο θεσμός των Ακριτών, εξ ου και η ονομασία τους. Η σύνθεση αυτών ανάγεται μεταγενέστερα (11ο - 12ο αιώνα), στον Πόντο, την Καππαδοκία και γενικότερα στη Μικρά Ασία. Μαρτυρία για την ύπαρξη ηρωικής ποίησης στο Βυζάντιο θεωρείται η αναφορά του Αρέθα, αρχιεπισκόπου Καισαρείας (9ος-10ος αι.) στους Παφλαγόνες ραψωδούς που τραγουδούσαν από σπίτι σε σπίτι «ᾠδάς τινας πάθη περιεχούσας ἐνδόξων ἀνδρῶν».
Το παλαιότερο σωζόμενο ακριτικό τραγούδι είναι το «Άσμα του Αρμούρη» που παραδίδεται σε χειρόγραφο του 15ου αι. Τα περισσότερα όμως ακριτικά που είναι γνωστά σήμερα είναι όψιμες καταγραφές, του 19ου ή και των αρχών του 20ου αι., και προέρχονται από τον Πόντο, την Κύπρο και την Κρήτη. Η παλαιότητα του υλικού των τραγουδιών γίνεται αντιληπτή από την μνεία των Σαρακηνών, της Συρίας και της Αραβίας και τα βυζαντινά ονόματα των ηρώων: Αλέξιος, Κωνσταντίνος, Θεοφύλακτος. Σε κάποιες από τις παραλλαγές όμως με την πάροδο του χρόνου προστέθηκαν και νεότερα ιστορικά στοιχεία, όπως η αναφορά στους Τούρκους και την άλωση της Κωνσταντινούπολης (παράδειγμα οι ποντιακές παραλλαγές Του υιού του Ανδρόνικου, όπου στους πρώτους στίχους, αντί για «Κουρσεύουν οι Σαρακηνοί, κουρσεύουν οι Αραβίδες», που υπάρχει στις άλλες παραλλαγές, λέγεται «Οι Τούρκ' όνταν εκούρσευαν την Πόλ', την Ρωμανίαν»).
>> Επιβίωση του θρύλου των ακριτών και του Διγενή μέσα σ'ένα κρητικό ριζίτικο τραγούδι: