Στα τέλη του 10ου αιώνα και στις αρχές του 11ου αιώνα, χάρη στις κατακτήσεις του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασίλειου του Β΄ η αυτοκρατορία γνώρισε μια περίοδο οικονομικής ευημερίας, εδαφικής επέκτασης και ανάπτυξης του εμπορίου. Όταν πέθανε ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος το 1025, τα ταμεία του κράτους ήταν γεμάτα χρυσάφι. Η εσωτερική ασφάλεια, η κυριαρχία στη θάλασσα, το εμπόριο με γειτονικούς λαούς και ιδιαίτερα με τους Ρώσους και τους Άραβες, η κατανίκηση των αντιπάλων είχαν εδραιώσει την ειρήνη και έφεραν την ανάπτυξη. Ωστόσο χρειάστηκαν λιγότερο από εξήντα χρόνια για να βρεθεί η αυτοκρατορία στα πρόθυρα της κατάρρευσης : κατεστραμμένα οικονομικά, στρατιωτική αδυναμία και σημαντικές απώλειες εδαφών, με πιο καίρια την απώλεια της Μικράς Ασίας μετά τη μάχη του Ματζικέρτ. Ας διερευνήσουμε λίγο τα δεδομένα της κρίσιμης αυτής περιόδου...
1025-1081 : Από τον θάνατο του Βασιλείου Β΄ ως την άνοδο στο θρόνο του Αλέξιου Α΄Κομνηνού
Η περίοδος από το 1025-1081 είναι μια περίοδος μεγάλης κρίσης για τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Η κρίση αυτή εκδηλώθηκε με τα εξής χαρακτηριστικά :
1. Πολιτική αστάθεια :Σε λιγότερο από εξήντα χρόνια 12 αυτοκράτορες ανέβηκαν στο βυζαντινό θρόνο. Η συχνή εναλλαγή τους στην εξουσία είναι ενδεικτική της κατάστασης που επικράτησε στο εσωτερικό του κράτους: Οι τελευταίοι απόγονοι των Μακεδόνων, ο Κωνσταντίνος Η' και οι κόρες του Ζωή και Θεοδώρα, ζούσαν πολυτελή και πολλές φορές έκλυτη ζωή χωρίς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις κρατικές υποθέσεις. Εν τω μεταξύ οικογένειες αριστοκρατών, κυρίως δυνατοί της Μικράς Ασίας, όπως οι Δούκες και οι Κομνηνοί, δολοπλοκούν και ανταγωνίζονται για την κατάληψη του θρόνου, με γνώμονα την εξυπηρέτηση φιλοδοξιών και ιδίων συμφερόντων. Ο συνδυασμός των έντονων διαμαχών για τη διαδοχή στο θρόνο και της έλλειψης ισχυρής προσωπικότητας όχι μόνο αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα κάθε θετικής εξέλιξης, αλλά οδήγησε την αυτοκρατορία σε τροχιά πτώσης και παρακμής. Το αρνητικό έργο και η πολυδάπανη ζωή των αυτοκρατόρων της περιόδου σημάδεψαν τον 11ο αιώνα ως μια εξαιρετικά κρίσιμη εποχή στη βυζαντινή ιστορία.
1. Πολιτική αστάθεια :Σε λιγότερο από εξήντα χρόνια 12 αυτοκράτορες ανέβηκαν στο βυζαντινό θρόνο. Η συχνή εναλλαγή τους στην εξουσία είναι ενδεικτική της κατάστασης που επικράτησε στο εσωτερικό του κράτους: Οι τελευταίοι απόγονοι των Μακεδόνων, ο Κωνσταντίνος Η' και οι κόρες του Ζωή και Θεοδώρα, ζούσαν πολυτελή και πολλές φορές έκλυτη ζωή χωρίς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις κρατικές υποθέσεις. Εν τω μεταξύ οικογένειες αριστοκρατών, κυρίως δυνατοί της Μικράς Ασίας, όπως οι Δούκες και οι Κομνηνοί, δολοπλοκούν και ανταγωνίζονται για την κατάληψη του θρόνου, με γνώμονα την εξυπηρέτηση φιλοδοξιών και ιδίων συμφερόντων. Ο συνδυασμός των έντονων διαμαχών για τη διαδοχή στο θρόνο και της έλλειψης ισχυρής προσωπικότητας όχι μόνο αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα κάθε θετικής εξέλιξης, αλλά οδήγησε την αυτοκρατορία σε τροχιά πτώσης και παρακμής. Το αρνητικό έργο και η πολυδάπανη ζωή των αυτοκρατόρων της περιόδου σημάδεψαν τον 11ο αιώνα ως μια εξαιρετικά κρίσιμη εποχή στη βυζαντινή ιστορία.
2. Οι 'δυνατοί' αποκτούν ερείσματα στην εξουσία : Η πολιτική αστάθεια της εποχής αυτής οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ολοένα και εντονότερη επιδίωξη των ΄δυνατών' να αποκτήσουν πρόσβαση στην εξουσία. Όλες οι προσπάθειες των προηγούμενων αυτοκρατόρων να μειώσουν τη δύναμη των γαιοκτημόνων και να προστατεύσουν τους ελεύθερους γεωργούς από τις επεκτατικές τους διαθέσεις, φαίνεται ότι απέτυχαν. Από τον 11ο αιώνα παρατηρείται το φαινόμενο ισχυρών οικογενειών της Μικράς Ασίας, με μεγάλη ιδιοκτησία γης και με στρατιωτικά αξιώματα που επιδιώκουν πλέον να κατέχουν την κεντρική εξουσία. Το φαινόμενο αυτό θα καταλήξει στην ανάληψη της εξουσίας από την οικογένεια των Κομνηνών το 1081. Στη διαμάχη των αυτοκρατόρων της μακεδονικής δυναστείας με τους 'δυνατούς' νίκησαν οριστικά οι δεύτεροι.
(Περισσότερα για το θέμα : Βασιλική Ν. Βλυσίδου, Κύρια ερευνήτρια, ΙΒΕ/ΕΙΕ, Η βυζαντινή αριστοκρατία και η κρατική εξουσία (9ος-10ος αι.), Αθήνα 2003)
(Περισσότερα για το θέμα : Βασιλική Ν. Βλυσίδου, Κύρια ερευνήτρια, ΙΒΕ/ΕΙΕ, Η βυζαντινή αριστοκρατία και η κρατική εξουσία (9ος-10ος αι.), Αθήνα 2003)
Παρά τα προστατευτικά για τους ελεύθερους μικροκαλλιεργητές μέτρα των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, οι κάτοχοι των μεγάλων γαιοκτησιών, από τον δέκατο κυρίως αιώνα, άρχισαν σταδιακά να κυριαρχούν στην ιδιοκτησία της γης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οικογενειών μεγάλων γαιοκτημόνων προέρχονται από την περιοχή της Μικράς Ασίας. Κάτοχοι μεγάλων κτηματικών εκτάσεων και υψηλών θέσεων στην επαρχιακή και στρατιωτική διοίκηση, ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στη Μικρά Ασία πριν από τις εισβολές των Σελτζούκων Τούρκων.
Οι Φωκάδες, οι Σκληροί, οι Μαλεϊνοί αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα οικογενειών που έλεγχαν ουσιαστικά τα αυτοκρατορικά στρατεύματα των επαρχιών, ενώ ταυτόχρονα χάρις στη μεγάλη περιουσία τους διατηρούσαν και μεγάλους ιδιωτικούς στρατούς. Μεγάλη εντύπωση είχε προκαλέσει στο Βασίλειο Β' (976-1025), μετά από εκστρατεία του στη Μικρά Ασία (995), η δύναμη και ο πλούτος που είχαν συσσωρεύσει οι οικογένειες αυτές και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που τον ώθησαν στην έκδοση της περίφημης "Νεαράς" του υπέρ των αδυνάτων (996). Η επαρχιακή αυτή αριστοκρατία μπορούμε να πούμε ότι ενίσχυσε την άμυνα του Βυζαντίου στην Ανατολή, για την οποία φρόντιζαν ήδη οι λεγόμενοι ακρίτες των εκεί βυζαντινών συνόρων, όσο καιρό η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης μπορούσε να ελέγχει τις καταχρήσεις της. Από τον 11ο αιώνα ωστόσο, η τάξη αυτή έπαιξε βασικό ρόλο στην παρακμή του κράτους, καθώς συντέλεσε στην σταδιακή εξασθένιση της περιοχής και την απώλειά της από τους Τούρκους.
Από http://www.fhw.gr/chronos/09/gr/k/867/main/k9a1.html
>> Ο Ρωμανός Γ' Αργυρός (1028-1034) ενισχύει την τάξη των δυνατών :
Κατά την άσκηση της εσωτερικής πολιτικής του ο Ρωμανός Γ', σύζυγος της Ζωής, που προερχόταν από την τάξη των δυνατών, κατήργησε το αλληλέγγυο, μέτρο που είχε πάρει ο Bασίλειος B' υπέρ των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν η αρχή κατάρρευσης της μέσης βυζαντινής τάξης των μικροκαλλιεργητών και στρατιωτών, που έμειναν στο έλεος και τις επεκτατικές διαθέσεις των μεγαλογαιοκτημόνων. Η μείωση των στρατιωτών, που ακολούθησε, έκανε αναγκαία τη στρατολόγηση μισθοφόρων. Αυτό σήμανε αύξηση των εξόδων του κρατικού ταμείου για στρατιωτικές δαπάνες και μείωση της αποδοτικότητας του βυζαντινού στρατού, καθώς οι μισθοφόροι χαρακτηρίζονταν συχνά από έλλειψη νομιμοφροσύνης απέναντι στους Βυζαντινούς.
Κατά την άσκηση της εσωτερικής πολιτικής του ο Ρωμανός Γ', σύζυγος της Ζωής, που προερχόταν από την τάξη των δυνατών, κατήργησε το αλληλέγγυο, μέτρο που είχε πάρει ο Bασίλειος B' υπέρ των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν η αρχή κατάρρευσης της μέσης βυζαντινής τάξης των μικροκαλλιεργητών και στρατιωτών, που έμειναν στο έλεος και τις επεκτατικές διαθέσεις των μεγαλογαιοκτημόνων. Η μείωση των στρατιωτών, που ακολούθησε, έκανε αναγκαία τη στρατολόγηση μισθοφόρων. Αυτό σήμανε αύξηση των εξόδων του κρατικού ταμείου για στρατιωτικές δαπάνες και μείωση της αποδοτικότητας του βυζαντινού στρατού, καθώς οι μισθοφόροι χαρακτηρίζονταν συχνά από έλλειψη νομιμοφροσύνης απέναντι στους Βυζαντινούς.
Η επέκταση της αυτοκρατορίας στα «ιδανικά» σύνορα, δηλαδή από την μια ως τον Δούναβη και από την άλλη ως τον Ευφράτη, καθώς επίσης και η σχετική ηρεμία όσον αφορούσε τις εξωτερικές απειλές έδωσαν όπως είπαμε σχετική ώθηση στους έμπορους και τους επαγγελματίες, όμως από την άλλη είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση τους βυζαντινού στρατού. Τα θέματα και οι θεματικοί στρατοί άρχισαν να διαλύονται ενώ η στρατιωτική διοίκηση συγκεντρωνόταν στα χέρια των δύο δομεστίκων των σχολών , ένας για την Ανατολή και ένας για την Δύση, κάτι που θύμιζε το σύστημα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Παράλληλα η κατοχή κτημάτων υπό τον όρο της στρατιωτικής υπηρεσίας καταργήθηκε αλλά και η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία έγινε εξαγοράσιμη, με τα χρήματα της εξαγοράς να πηγαίνουν στην πρόσληψη μισθοφόρων.
Cyril Mango, Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφ. Δημ. Τσουγκαράκης, Αθήνα 2002, σελ. 73
|
Οι κατακτήσεις του Bασιλείου B' (976-1025) είχαν δημιουργήσει αναμφισβήτητα ένα γενικό συναίσθημα υπεροχής απέναντι στους εχθρούς του κράτους. Η εμπέδωση της ειρήνης και η αποδυνάμωση των εχθρών οδηγούν στην παραμέληση του στρατού. Βαθύτερη αιτία της απόφασης αυτής ήταν η επιθυμία των αυτοκρατόρων να αποδυναμώσουν την στρατιωτική αριστοκρατία των επαρχιών, τους 'δυνατούς', που συχνά στασίαζαν διεκδικώντας την εξουσία. 'Ετσι οι αυτοκράτορες άρχισαν να καταργούν σιγά σιγά το θεσμό των αγροτών-στρατιωτών και να μειώνουν τα στρατεύματα, αντικαθιστώντας τα με μισθοφόρους. Στην κατάρρευση της στρατιωτικής δύναμης του Βυζαντίου βοήθησε και η μετατροπή των ελεύθερων αγροτών σε πάροικους καθώς οι περιουσίες τους περνούσαν πια ανεμπόδιστα στην κατοχή των ΄δυνατών'. Οι μισθοφόροι πληρώνονται από το κράτος και έτσι υπήρχε η αντίληψη οτι θα είναι πιστοί στον αυτοκράτορα και δε θα συμμετέχουν στις εσωτερικές διαμάχες. Πράγματι οι μισθοφόροι είχαν επαγγελματική πείρα, μετακινούνταν εύκολα, ήταν ανεξάρτητοι από την εσωτερική πολιτική του κράτους, αλλά ταυτόχρονα στοίχιζαν ακριβά και δεν ήταν πάντα αξιόπιστοι. Συχνά γίνονταν αδίστακτοι, λεηλατούσαν και ερήμωναν τις περιοχές τις οποίες πληρώνονταν για να υπερασπιστούν. Αρκετές φορές μάλιστα πήραν το μέρος των Τούρκων, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 11ου αιώνα. Από την άλλη τα οικονομικά του κράτους που ήδη ήταν σε κακή κατάσταση επιβαρύνθηκαν ακόμη περισσότερο. |
>> Η παρακμή του αποτελεσματικότατου θεσμού του θεματικού στρατού θα οδηγήσει σε παρακμή και κατάρρευση την αυτοκρατορία
Στρατιωτικές αποτυχίες και απώλεια εδαφών
Εξωτερικές απειλές
Στη Μικρά Ασία...
Την περίοδο από το 1025-1081, η αυτοκρατορία αντιμετώπισε τα μεγαλύτερα προβλήματα στα ανατολικά σύνορά της. Τον 11ο αιώνα εμφανίστηκαν οι Ογούζοι, τουρκική φυλή, που έμειναν γνωστοί ως Σελτζούκοι από το όνομα του γενάρχη τους Σελτζούκ. Ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι που βρίσκονταν στα ανατολικά της Κασπίας όπου και εξισλαμίστηκαν. Το 1055 ο ηγέτης των Σελτζούκων κυρίευσε τη Βαγδάτη και πήρε από το χαλίφη τον τίτλο του Σουλτάνου. Aπό το 1045/6 οι Βυζαντινοί άρχισαν να αντιμετωπίζουν τις επιδρομές τους. Οι Τούρκοι ήταν καλοί πολεμιστές και εκμεταλλευόμενοι το γεγονός της εξασθένισης της άμυνας του Βυζαντίου σημείωσαν πολλές επιτυχίες. Οι επιδρομές εντάθηκαν με το σουλτάνο Αλπ Αρσλάν (1063-1072) και κατέληξαν στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, που σήμανε την απώλεια της Μικράς Ασίας για το Βυζάντιο και την αρχή της ίδρυσης του ισχυρού κράτους των Σελτζούκων.
Στον Δούναβη...
Το βυζαντινό κράτος αντιμετώπισε όμως πολλούς εχθρούς και επαναστάσεις και στα βόρεια σύνορά του. Η οριστική κατάκτηση της Βουλγαρίας έφερε το Βυζάντιο αντιμέτωπο με τους Ούζους, τους Κουμάνους και τους Πετσενέγκους. Οι Πετσενέγκοι, συχνά με την υποστήριξη και την ενίσχυση των Ούζων, άρχισαν να περνούν το Δούναβη και να αποτελούν κίνδυνο για τα βυζαντινά σύνορα. Συχνά μάλιστα λεηλάτησαν περιοχές ακόμη και στο ελληνικό έδαφος. Ωστόσο, το βυζαντινό κράτος την περίοδο αυτή κατόρθωσε να διατηρήσει τα σύνορα του στον ποταμό Δούναβη, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα πότε με στρατιωτικά μέσα και πότε με τη διπλωματία, ακόμη και με αυτοκρατορικά δώρα.
Στην Ιταλία...
Αλλά και στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία η κατάσταση χειροτέρευσε. Oι Nορμανδοί, έχοντας ιδρύσει νέο βασίλειο στην Ιταλία, γίνονταν όλο και πιο επικίνδυνοι και η συμμαχία Ιταλών-Βυζαντινών δεν κατόρθωσε να αναχαιτίσει τη δύναμή τους εξαιτίας του Σχίσματος το 1054. Το 1060 οι Νορμανδοί κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ιταλίας και περνώντας στη Σικελία κατάφεραν μέσα σε μια δεκαετία, μέχρι το 1072, όχι μόνο να την κατακτήσουν ολόκληρη αλλά να ετοιμάζουν επιδρομές στην Βαλκανική και να έχουν βλέψεις και για την Κωνσταντινούπολη.
Στη Μικρά Ασία...
Την περίοδο από το 1025-1081, η αυτοκρατορία αντιμετώπισε τα μεγαλύτερα προβλήματα στα ανατολικά σύνορά της. Τον 11ο αιώνα εμφανίστηκαν οι Ογούζοι, τουρκική φυλή, που έμειναν γνωστοί ως Σελτζούκοι από το όνομα του γενάρχη τους Σελτζούκ. Ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι που βρίσκονταν στα ανατολικά της Κασπίας όπου και εξισλαμίστηκαν. Το 1055 ο ηγέτης των Σελτζούκων κυρίευσε τη Βαγδάτη και πήρε από το χαλίφη τον τίτλο του Σουλτάνου. Aπό το 1045/6 οι Βυζαντινοί άρχισαν να αντιμετωπίζουν τις επιδρομές τους. Οι Τούρκοι ήταν καλοί πολεμιστές και εκμεταλλευόμενοι το γεγονός της εξασθένισης της άμυνας του Βυζαντίου σημείωσαν πολλές επιτυχίες. Οι επιδρομές εντάθηκαν με το σουλτάνο Αλπ Αρσλάν (1063-1072) και κατέληξαν στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, που σήμανε την απώλεια της Μικράς Ασίας για το Βυζάντιο και την αρχή της ίδρυσης του ισχυρού κράτους των Σελτζούκων.
Στον Δούναβη...
Το βυζαντινό κράτος αντιμετώπισε όμως πολλούς εχθρούς και επαναστάσεις και στα βόρεια σύνορά του. Η οριστική κατάκτηση της Βουλγαρίας έφερε το Βυζάντιο αντιμέτωπο με τους Ούζους, τους Κουμάνους και τους Πετσενέγκους. Οι Πετσενέγκοι, συχνά με την υποστήριξη και την ενίσχυση των Ούζων, άρχισαν να περνούν το Δούναβη και να αποτελούν κίνδυνο για τα βυζαντινά σύνορα. Συχνά μάλιστα λεηλάτησαν περιοχές ακόμη και στο ελληνικό έδαφος. Ωστόσο, το βυζαντινό κράτος την περίοδο αυτή κατόρθωσε να διατηρήσει τα σύνορα του στον ποταμό Δούναβη, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα πότε με στρατιωτικά μέσα και πότε με τη διπλωματία, ακόμη και με αυτοκρατορικά δώρα.
Στην Ιταλία...
Αλλά και στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία η κατάσταση χειροτέρευσε. Oι Nορμανδοί, έχοντας ιδρύσει νέο βασίλειο στην Ιταλία, γίνονταν όλο και πιο επικίνδυνοι και η συμμαχία Ιταλών-Βυζαντινών δεν κατόρθωσε να αναχαιτίσει τη δύναμή τους εξαιτίας του Σχίσματος το 1054. Το 1060 οι Νορμανδοί κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ιταλίας και περνώντας στη Σικελία κατάφεραν μέσα σε μια δεκαετία, μέχρι το 1072, όχι μόνο να την κατακτήσουν ολόκληρη αλλά να ετοιμάζουν επιδρομές στην Βαλκανική και να έχουν βλέψεις και για την Κωνσταντινούπολη.
Η Μάχη του Μαντζικέρτ, 1071 μ.Χ
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι κυριαρχούν στη Μικρά Ασία
Την εποχή του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα και στους επόμενους 7 μήνες της βασιλείας της γυναίκας του Ευδοκίας, ο δεύτερος από τους Σελτζούκους Σουλτάνους, ο Απ-Αρσλάν, νίκησε την Αρμενία λεηλατώντας μέρος της Συρίας, της Κιλικίας και της Καππαδοκίας. Στην πρωτεύουσα της Καππαδοκίας, Καισάρεια, οι Τούρκοι λεηλάτησαν την εκκλησία του Μεγάλου Βασιλείου, όπου φυλάσσονταν τα λείψανα του Αγίου.
|
Ρωμανός Δ' Διογένης
Γεννήθηκε το 1032 στην Καππαδοκία και καταγόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα και του Ισαάκιου Α΄ Κομνηνού. Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα, o Ρωμανός παντρεύτηκε τη χήρα του, Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα και ανέβηκε στο θρόνο. Σύντομα όμως, έγινε στόχος των αριστοκρατών της Κωνσταντινούπολης, του Μιχαήλ Ψελλού, εκπρόσωπου του κατεστημένου της πρωτεύουσας, αλλά κυρίως της οικογένειας των Δουκών, που προόριζαν τον ανιψιό του Κωνσταντίνου και γιό της Ευδοκίας, Μιχαήλ για διάδοχο. Ο Ρωμανός Δ' Διογένης βασίλεψε από το 1068 μέχρι το 1071. Στα χρόνια του, η άσχημη οικονομική κατάσταση του κράτους οδήγησε στην υποτίμηση του χρυσού και του αργυρού νομίσματος. Ωστόσο, ο Ρωμανός, σε σύντομο διάστημα και με τα λίγα μέσα που διέθετε, κατόρθωσε να αναδιοργανώσει το στρατό και να ενισχύσει την άμυνα του κράτους. Το σύστημα του θεματικού στρατού είχε καταρρεύσει, οπότε στρατολόγησε, εκπαίδευσε και τοποθέτησε σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας, μισθοφόρους. Οι μισθοφόροι αυτοί δεν είχαν ενιαία εθνολογική σύνθεση: ήταν από την Ιβηρία της Αρμενίας, ήταν Σλάβοι, Τουρκομάνοι, Χαζάροι, Γότθοι, Αλανοί, Κουμάνοι, Πετσενέγοι, Φράγκοι και Νορμανδοί. |
>> Παιχνίδια εξουσίας : Γιατί νομίζετε ότι ο Ρωμανός έχει φροντίσει να 'στριμώξει' στην μικρή επιφάνεια ενός νομίσματος, όχι μόνο τον εαυτό του και τη σύζυγό του Ευδοκία, αλλά και τους γιους της Ευδοκίας από το γάμο της με τον Κωνσταντίνο Ι' Δούκα, οι οποίοι έχουν ήδη στεφτεί συναυτοκράτορες ;
Η εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων και η ήττα των Βυζαντινών
Μετά την σχετική αναδιοργάνωση του στρατού ο Ρωμανός εκστράτευσε στη Μικρά Ασία για να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους.
Τον χειμώνα του 1071, ο Ρωμανός Διογένης πληροφορήθηκε ότι ο Αλπ Αρσλάν απουσίαζε από τη περιοχή της Αρμενίας, πολιορκώντας τη βυζαντινή Έδεσσα (σημ. Urfa). Έχοντας σκοπό να εισβάλλει στην Αρμενία, ο Ρωμανός άρχισε, από το Φεβρουάριο του 1071, να συγκεντρώνει μεγάλη στρατιά στην Κωνσταντινούπολη. Με σκοπό να εξαπατήσει τους Σελτζούκους, έστειλε στον Αλπ Αρσλάν πρεσβεία με ειρηνευτικούς όρους, τους οποίους εκείνος δέχτηκε αμέσως γιατί έτσι μπορούσε να επιτεθεί απερίσπαστα εναντίον του Χαλεπίου, το οποίο ανήκε στην επικράτεια του Χαλιφάτου των Φατιμιδών.
Το καλοκαίρι του 1071, ο Ρωμανός εισέβαλε με στρατό 40.000 (κατά την επικρατέστερη άποψη) ανδρών στην Αρμενία και κινήθηκε προς τη Θεοδοσιούπολη (σημ. Ερζερούμ), στην οποία έφτασε τον Ιούλιο. Ύστερα αποφάσισε ότι θα βάδιζε προς το Ματζικέρτ, αν και οι στρατηγοί του τον συμβούλεψαν να περιμένει τον Αλπ Αρσλάν και να μη κινηθεί προς το εσωτερικό της κατεχόμενης από τους Σελτζούκους Αρμενίας. Πριν ξεκινήσει για το σημαντικό αυτό φρούριο που έπρεπε να καταλάβει, εάν ήθελε να έχει προφυλαγμένα τα νώτα του, ο Ρωμανός έθεσε τον Ανδρόνικο Δούκα επικεφαλής της οπισθοφυλακής και έστειλε ανιχνευτές να ελέγξουν το πέρασμα. Οι ανιχνευτές τον διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχε αντίπαλος στρατός.
Όμως ο αυτοκράτορας είχε υποπέσει σε δυο λάθη. Έθεσε τον γιο του πολιτικού του αντιπάλου αρχηγό της οπισθοφυλακής και δεν υπολόγισε το δίκτυο πληροφοριών του Αλπ Αρσλάν ούτε είχε καλή εικόνα των κινήσεων του αντιπάλου του. Ο Ρωμανός δεν γνώριζε ότι ο σουλτάνος ήταν όχι πάνω από 200 χλμ μακριά από τη Θεοδοσιούπολη, καθώς είχε ενημερωθεί για τις κινήσεις του αυτοκράτορα. Είχε λύσει την πολιορκία του Χαλεπίου και στο δρόμο συγκέντρωσε ακόμα πιο πολλούς μαχητές για να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς, ανεβάζοντας τη δύναμη του στρατού του στις 30.000 άνδρες.
Το άλλο μεγάλο λάθος του Ρωμανού ήταν ότι, ενώ εισέβαλλε σε χώρα που γνώριζε λιγότερο καλά από τους αντιπάλους του, διαίρεσε τις δυνάμεις του, χωρίζοντας το στρατό σε δυο τμήματα. Το ένα, 20.000 άνδρες με επικεφαλής τον Ιωσήφ Ταρχανειώτη, συμπεριλαμβανομένων και των κατάφρακτων ιπποτών του Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ, το έστειλε στα νότια του Ματζικέρτ για να καταλάβει τη πόλη Χλιάτ, σε απόσταση 50 χιλιομέτρων. Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Μιχαήλ Ατταλειάτη, οι μονάδες αυτές ήταν οι καλύτερες του στρατού του και αριθμητικά περισσότερες από τις δικές του. Με αυτό τον τρόπο θέλησε να προφυλάξει το δεξιό πλευρό του δεύτερου τμήματος του στρατού, που διοικούσε ο ίδιος. Με αυτό κατέλαβε το φρούριο του Ματζικέρτ, μια μέρα πριν τη μάχη, ενώ ανέμενε νέα από το τμήμα του Ταρχανειώτη. Την ίδια ώρα και εντελώς ανεξήγητα, ο Ταρχανειώτης ποτέ δεν κατευθύνθηκε στο Χλιάτ, αλλά παρέκλινε προς τη Μελιτηνή στα νοτιοδυτικά, 150 χιλιόμετρα μακριά από το πεδίο της μάχης, χωρίς καν να ειδοποιήσει τον Ρωμανό. Ο λόγος της κίνησής του αυτής εκτιμάται ότι είναι είτε η προδοσία, είτε επειδή ισχυρή σελτζουκική δύναμη του έκοψε το δρόμο και δεν θέλησε να δώσει μάχη εναντίον της.
Η μάχη του Μαντζικέρτ έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου 1071, κοντά στην ομώνυμη αρμενική πόλη (σημ. Malazgirt της Τουρκίας), μεταξύ του βυζαντινού στρατού υπό τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ' Διογένη, και των Σελτζούκων Τούρκων του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν. Λίγο πριν τη μάχη, το τμήμα των Ούζων μαζί με τον αρχηγό τους προσχώρησε στους Τούρκους, προκαλώντας μεγάλη ταραχή στο στρατό του Ρωμανού Διογένη. Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης, λέγεται ότι άρχισε να διαδίδει τη φήμη ότι ο αυτοκρατορικός στρατός νικήθηκε κι οι στρατιώτες πανικόβλητοι τράπηκαν σε φυγή. Ο Ρωμανός, ο οποίος αγωνίστηκε στη μάχη ηρωικά, συνελήφθηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους και όταν έφτασε στο εχθρικό στρατόπεδο έγινε δεκτός από τον Αλπ-Αρσλάν με μεγάλες τιμές. Ο νικητής και ο ηττημένος έκαναν μια συνθήκη ειρήνης και ένα σύμφωνο φιλίας, του οποίου τα κύρια σημεία, όπως αναφέρεται στις αραβικές πηγές, ήταν τα εξής: 1) Ο Ρωμανός Διογένης αποκτούσε την ελευθερία του, πληρώνοντας ορισμένα χρήματα, 2) το Βυζάντιο θα πλήρωνε ετήσιο φόρο στον Αλπ-Αρσλάν, και 3) το Βυζάντιο θα επέστρεφε όλους τους Τούρκους αιχμαλώτους. Ο Ρωμανός επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, βρήκε το θρόνο κατειλημμένο από τον Μιχαήλ Ζ' Δούκα. Στη συνέχεια τυφλώθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους, για να μην μπορέσει να ξαναδιεκδικήσει το θρόνο, κε σε λίγους μήνες πέθανε.
Μετά την σχετική αναδιοργάνωση του στρατού ο Ρωμανός εκστράτευσε στη Μικρά Ασία για να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους.
Τον χειμώνα του 1071, ο Ρωμανός Διογένης πληροφορήθηκε ότι ο Αλπ Αρσλάν απουσίαζε από τη περιοχή της Αρμενίας, πολιορκώντας τη βυζαντινή Έδεσσα (σημ. Urfa). Έχοντας σκοπό να εισβάλλει στην Αρμενία, ο Ρωμανός άρχισε, από το Φεβρουάριο του 1071, να συγκεντρώνει μεγάλη στρατιά στην Κωνσταντινούπολη. Με σκοπό να εξαπατήσει τους Σελτζούκους, έστειλε στον Αλπ Αρσλάν πρεσβεία με ειρηνευτικούς όρους, τους οποίους εκείνος δέχτηκε αμέσως γιατί έτσι μπορούσε να επιτεθεί απερίσπαστα εναντίον του Χαλεπίου, το οποίο ανήκε στην επικράτεια του Χαλιφάτου των Φατιμιδών.
Το καλοκαίρι του 1071, ο Ρωμανός εισέβαλε με στρατό 40.000 (κατά την επικρατέστερη άποψη) ανδρών στην Αρμενία και κινήθηκε προς τη Θεοδοσιούπολη (σημ. Ερζερούμ), στην οποία έφτασε τον Ιούλιο. Ύστερα αποφάσισε ότι θα βάδιζε προς το Ματζικέρτ, αν και οι στρατηγοί του τον συμβούλεψαν να περιμένει τον Αλπ Αρσλάν και να μη κινηθεί προς το εσωτερικό της κατεχόμενης από τους Σελτζούκους Αρμενίας. Πριν ξεκινήσει για το σημαντικό αυτό φρούριο που έπρεπε να καταλάβει, εάν ήθελε να έχει προφυλαγμένα τα νώτα του, ο Ρωμανός έθεσε τον Ανδρόνικο Δούκα επικεφαλής της οπισθοφυλακής και έστειλε ανιχνευτές να ελέγξουν το πέρασμα. Οι ανιχνευτές τον διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχε αντίπαλος στρατός.
Όμως ο αυτοκράτορας είχε υποπέσει σε δυο λάθη. Έθεσε τον γιο του πολιτικού του αντιπάλου αρχηγό της οπισθοφυλακής και δεν υπολόγισε το δίκτυο πληροφοριών του Αλπ Αρσλάν ούτε είχε καλή εικόνα των κινήσεων του αντιπάλου του. Ο Ρωμανός δεν γνώριζε ότι ο σουλτάνος ήταν όχι πάνω από 200 χλμ μακριά από τη Θεοδοσιούπολη, καθώς είχε ενημερωθεί για τις κινήσεις του αυτοκράτορα. Είχε λύσει την πολιορκία του Χαλεπίου και στο δρόμο συγκέντρωσε ακόμα πιο πολλούς μαχητές για να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς, ανεβάζοντας τη δύναμη του στρατού του στις 30.000 άνδρες.
Το άλλο μεγάλο λάθος του Ρωμανού ήταν ότι, ενώ εισέβαλλε σε χώρα που γνώριζε λιγότερο καλά από τους αντιπάλους του, διαίρεσε τις δυνάμεις του, χωρίζοντας το στρατό σε δυο τμήματα. Το ένα, 20.000 άνδρες με επικεφαλής τον Ιωσήφ Ταρχανειώτη, συμπεριλαμβανομένων και των κατάφρακτων ιπποτών του Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ, το έστειλε στα νότια του Ματζικέρτ για να καταλάβει τη πόλη Χλιάτ, σε απόσταση 50 χιλιομέτρων. Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Μιχαήλ Ατταλειάτη, οι μονάδες αυτές ήταν οι καλύτερες του στρατού του και αριθμητικά περισσότερες από τις δικές του. Με αυτό τον τρόπο θέλησε να προφυλάξει το δεξιό πλευρό του δεύτερου τμήματος του στρατού, που διοικούσε ο ίδιος. Με αυτό κατέλαβε το φρούριο του Ματζικέρτ, μια μέρα πριν τη μάχη, ενώ ανέμενε νέα από το τμήμα του Ταρχανειώτη. Την ίδια ώρα και εντελώς ανεξήγητα, ο Ταρχανειώτης ποτέ δεν κατευθύνθηκε στο Χλιάτ, αλλά παρέκλινε προς τη Μελιτηνή στα νοτιοδυτικά, 150 χιλιόμετρα μακριά από το πεδίο της μάχης, χωρίς καν να ειδοποιήσει τον Ρωμανό. Ο λόγος της κίνησής του αυτής εκτιμάται ότι είναι είτε η προδοσία, είτε επειδή ισχυρή σελτζουκική δύναμη του έκοψε το δρόμο και δεν θέλησε να δώσει μάχη εναντίον της.
Η μάχη του Μαντζικέρτ έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου 1071, κοντά στην ομώνυμη αρμενική πόλη (σημ. Malazgirt της Τουρκίας), μεταξύ του βυζαντινού στρατού υπό τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ' Διογένη, και των Σελτζούκων Τούρκων του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν. Λίγο πριν τη μάχη, το τμήμα των Ούζων μαζί με τον αρχηγό τους προσχώρησε στους Τούρκους, προκαλώντας μεγάλη ταραχή στο στρατό του Ρωμανού Διογένη. Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης, λέγεται ότι άρχισε να διαδίδει τη φήμη ότι ο αυτοκρατορικός στρατός νικήθηκε κι οι στρατιώτες πανικόβλητοι τράπηκαν σε φυγή. Ο Ρωμανός, ο οποίος αγωνίστηκε στη μάχη ηρωικά, συνελήφθηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους και όταν έφτασε στο εχθρικό στρατόπεδο έγινε δεκτός από τον Αλπ-Αρσλάν με μεγάλες τιμές. Ο νικητής και ο ηττημένος έκαναν μια συνθήκη ειρήνης και ένα σύμφωνο φιλίας, του οποίου τα κύρια σημεία, όπως αναφέρεται στις αραβικές πηγές, ήταν τα εξής: 1) Ο Ρωμανός Διογένης αποκτούσε την ελευθερία του, πληρώνοντας ορισμένα χρήματα, 2) το Βυζάντιο θα πλήρωνε ετήσιο φόρο στον Αλπ-Αρσλάν, και 3) το Βυζάντιο θα επέστρεφε όλους τους Τούρκους αιχμαλώτους. Ο Ρωμανός επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, βρήκε το θρόνο κατειλημμένο από τον Μιχαήλ Ζ' Δούκα. Στη συνέχεια τυφλώθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους, για να μην μπορέσει να ξαναδιεκδικήσει το θρόνο, κε σε λίγους μήνες πέθανε.
Τα αίτια της ήττας :
- 'Ενα στοιχείο που φέρεται ότι οδήγησε στην ήττα του βυζαντινού στρατεύματος ήταν η ετερογένειά του, καθώς βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ξένους μισθοφόρους. Το στράτευμα του Ρωμανού αποτελούνταν από Νορμανδούς, Βούλγαρους, Πετσενέγκους, Φράγκους, Αλανούς, Γότθους, Σλάβους, Χαζάρους, Τουρκομάνους Ούζους και Κουμάνους, καθώς και Ίβηρες από την Αρμενία. Ο θεματικός στρατός, ένας εμπειροπόλεμος και πιστός στην αυτοκρατορία στρατός, είχε παραμεληθεί δραματικά από τους προηγούμενους αυτοκράτορες, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Ρωμανό να καταφύγει σε μισθοφόρους.
- Δεύτερο πρόβλημα για τον αυτοκράτορα ήταν η υπονόμευσή του από αντίπαλες αριστοκρατικές φατρίες. Ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να εμπιστευθεί ανώτατους αξιωματούχους του στρατού και της πολιτικής σκηνής, καθώς πολλοί συνωμοτούσαν εναντίον του. Από το στρατό του δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τον διοικητή των Νορμανδών, τον στρατηγό Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ, καθώς και τον διοικητή των Φράγκων Μάγιστρο Ιωσήφ Ταρχανειώτη και τον Ανδρόνικο Δούκα, γιο του Ιωάννη Δούκα, πολιτικού αντιπάλου του Ρωμανού. Στην πολιτική σκηνή εκτός από τον Ιωάννη Δούκα, είχε να αντιμετωπίσει τον συγκλητικό Νικηφόρο Παλαιολόγο και τον Μιχαήλ Ψελλό που υποστήριζαν την οικογένεια των Δουκών στη διαδοχή του θρόνου. Πέρα από τον πολιτικό ανταγωνισμό, φαίνεται ότι η αριστοκρατία είχε δυσαρεστηθεί από την προσπάθεια του Ρωμανού Δ' να συγκεντρώσει φόρους που θα επέτρεπαν την αποκατάσταση της ισχύος των βυζαντινών στρατευμάτων.
- 'Ενα στοιχείο που φέρεται ότι οδήγησε στην ήττα του βυζαντινού στρατεύματος ήταν η ετερογένειά του, καθώς βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ξένους μισθοφόρους. Το στράτευμα του Ρωμανού αποτελούνταν από Νορμανδούς, Βούλγαρους, Πετσενέγκους, Φράγκους, Αλανούς, Γότθους, Σλάβους, Χαζάρους, Τουρκομάνους Ούζους και Κουμάνους, καθώς και Ίβηρες από την Αρμενία. Ο θεματικός στρατός, ένας εμπειροπόλεμος και πιστός στην αυτοκρατορία στρατός, είχε παραμεληθεί δραματικά από τους προηγούμενους αυτοκράτορες, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Ρωμανό να καταφύγει σε μισθοφόρους.
- Δεύτερο πρόβλημα για τον αυτοκράτορα ήταν η υπονόμευσή του από αντίπαλες αριστοκρατικές φατρίες. Ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να εμπιστευθεί ανώτατους αξιωματούχους του στρατού και της πολιτικής σκηνής, καθώς πολλοί συνωμοτούσαν εναντίον του. Από το στρατό του δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τον διοικητή των Νορμανδών, τον στρατηγό Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ, καθώς και τον διοικητή των Φράγκων Μάγιστρο Ιωσήφ Ταρχανειώτη και τον Ανδρόνικο Δούκα, γιο του Ιωάννη Δούκα, πολιτικού αντιπάλου του Ρωμανού. Στην πολιτική σκηνή εκτός από τον Ιωάννη Δούκα, είχε να αντιμετωπίσει τον συγκλητικό Νικηφόρο Παλαιολόγο και τον Μιχαήλ Ψελλό που υποστήριζαν την οικογένεια των Δουκών στη διαδοχή του θρόνου. Πέρα από τον πολιτικό ανταγωνισμό, φαίνεται ότι η αριστοκρατία είχε δυσαρεστηθεί από την προσπάθεια του Ρωμανού Δ' να συγκεντρώσει φόρους που θα επέτρεπαν την αποκατάσταση της ισχύος των βυζαντινών στρατευμάτων.
'Αλωση του Μπάρι, 1071μ.Χ
Οι Νορμανδοί κατακτούν τη βυζαντινή Ιταλία
Προς τα τέλη της δυναστείας των Μακεδόνων παρουσιάστηκαν στην Ιταλία οι Νορμανδοί, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τις εσωτερικές δυσκολίες του Βυζαντίου και τη διάστασή του με τη Ρώμη, άρχισαν να προωθούνται με επιτυχία στις νότιες ιταλικές κτήσεις της αυτοκρατορίας. Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εναντίον αυτής της απειλής, επειδή όλες της οι δυνάμεις είχαν ριχτεί στον αγώνα με τους Σελτζούκους Τούρκους. Όπως λέει ο Neumann «η αυτοκρατορία υπερασπιζόταν τον εαυτό της στην Ιταλία μόνο με το αριστερό της χέρι». Σοβαρό όπλο των Νορμανδών ήταν ο στόλος τους, ο οποίος αργότερα υπήρξε πολύ χρήσιμος στις νορμανδικές δυνάμεις που δρούσαν στην ξηρά. Στα μέσα του 11ου αιώνα οι Νορμανδοί είχαν επίσης ένα πολύ ικανό αρχηγό, τον Ροβέρτο Γυισκάρδο, «ο οποίος από αρχηγός ληστών έγινε ιδρυτής μιας αυτοκρατορίας».
Κύριος σκοπός του Γυισκάρδου υπήρξε η κατάκτηση της βυζαντινής νότιας Ιταλίας. Πολιόρκησε το Μπάρι, το οποίο την εποχή αυτή ήταν το βασικό κέντρο της βυζαντινής εξουσίας στη νότια Ιταλία καθώς και μια από τις πιο οχυρωμένες πόλεις της χερσονήσου. Η πολιορκία κράτησε 3 περίπου χρόνια και τέλειωσε την άνοιξη του 1071, οπότε το Μπάρι αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Η πτώση του Μπάρι αποτελεί το τέλος της κυριαρχίας του Βυζαντίου στη νότια Ιταλία. Ξεκινώντας από αυτό το σπουδαίο σημείο ο Ροβέρτος μπορούσε γρήγορα πια να πετύχει την τελική κατάκτηση των μικρών υπολειμμάτων της βυζαντινής κυριαρχίας στο εσωτερικό της Ιταλίας. Η κατάκτηση της νότιας Ιταλίας ελευθέρωσε επίσης τις δυνάμεις του Ροβέρτου για την επανάκτηση της Σικελίας.
Κύριος σκοπός του Γυισκάρδου υπήρξε η κατάκτηση της βυζαντινής νότιας Ιταλίας. Πολιόρκησε το Μπάρι, το οποίο την εποχή αυτή ήταν το βασικό κέντρο της βυζαντινής εξουσίας στη νότια Ιταλία καθώς και μια από τις πιο οχυρωμένες πόλεις της χερσονήσου. Η πολιορκία κράτησε 3 περίπου χρόνια και τέλειωσε την άνοιξη του 1071, οπότε το Μπάρι αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Η πτώση του Μπάρι αποτελεί το τέλος της κυριαρχίας του Βυζαντίου στη νότια Ιταλία. Ξεκινώντας από αυτό το σπουδαίο σημείο ο Ροβέρτος μπορούσε γρήγορα πια να πετύχει την τελική κατάκτηση των μικρών υπολειμμάτων της βυζαντινής κυριαρχίας στο εσωτερικό της Ιταλίας. Η κατάκτηση της νότιας Ιταλίας ελευθέρωσε επίσης τις δυνάμεις του Ροβέρτου για την επανάκτηση της Σικελίας.
Ένας χρονογράφος του Βυζαντίου, γράφοντας για την εποχή του Μιχαήλ Ζ' Δούκα (1071-1078) αναφέρει ότι «στη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα αυτού, καταλήφθηκε σχεδόν όλος ο κόσμος, επίγειος και θαλάσσιος, από τους ασεβείς βαρβάρους, ενώ συγχρόνως καταστράφηκε και απογυμνώθηκε από τον πληθυσμό του, επειδή όλοι οι Χριστιανοί σκοτώθηκαν από αυτούς, ενώ τα σπίτια τους κι οι εγκαταστάσεις τους, μαζί με τις εκκλησίες, λεηλατήθηκαν τελείως από τους βαρβάρους, σε όλη την Ανατολή, μέχρι εκμηδενισμού».
|