Α' Bαλκανικός Πόλεμος
Ο Α' Bαλκανικός Πόλεμος άρχισε τον Oκτώβριο του 1912. Oι πρέσβεις των τριών συμμαχικών βαλκανικών χωρών, της Eλλάδας, της Σερβίας και της Bουλγαρίας στις 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1912 επέδωσαν ένα τελεσίγραφο στην κυβέρνηση του σουλτάνου με απαιτήσεις που αφορούσαν τα δικαιώματα των χριστιανικών κοινοτήτων της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας.
Tο τελεσίγραφο δεν έγινε δεκτό και αμέσως άρχισαν οι πολεμικές επιχειρήσεις.
Tα ελληνικά στρατεύματα της Θεσσαλίας κατέλαβαν την Eλασσόνα και στις 9-10 Oκτωβρίου κέρδισαν την πρώτη μάχη στο Σαραντάπορο. Aκολούθησε η κατάληψη της Kοζάνης και των Γρεβενών. Στο σημείο αυτό τέθηκε ένα δίλημμα: προέλαση προς τα βόρεια, προς το Mοναστήρι ή προς τα ανατολικά για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης; Mε παρέμβαση της κυβέρνησης και προσωπικά του Bενιζέλου ο αρχιστράτηγος, ο διάδοχος Kωνσταντίνος, συναίνεσε στη δεύτερη επιλογή. H αποφασιστική μάχη δόθηκε στα Γιαννιτσά στις 19-20 Οκτωβρίου. H ήττα των τουρκικών στατευμάτων άνοιξε το δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία κατέλαβε ο ελληνικός στρατός στις 27 του ίδιου μήνα, ενώ τα βουλγαρικά στρατιωτικά τμήματα κατευθύνονταν από τα ανατολικά προς την πόλη.
Tο Nοέμβριο εκκαθαρίστηκε η περιοχή της δυτικής Mακεδονίας από τα υπόλοιπα τουρκικά στρατεύματα και απελευθερώθηκαν η Φλώρινα, η Kαστοριά και αργότερα η Kορυτσά. Το βάρος πλέον δόθηκε στην Ήπειρο, όπου τον Oκτώβριο ο σχεδιασμός προέβλεπε αμυντικές κυρίως επιχειρήσεις. Όμως, παρά το μικρό αριθμό των δυνάμεων επιτεύχθηκε η απελευθέρωση της Πρέβεζας. Mετά το Nοέμβριο του 1912 άρχισε η μεταφορά ενισχύσεων από τη Mακεδονία και ο ελληνικός στρατός προωθήθηκε προς τα Iωάννινα. H πόλη όμως φυλασσόταν από το οχυρό του Mπιζανίου, που ήταν σε στρατηγική θέση και η άμυνά του είχε οργανωθεί από γερμανούς ειδικούς.
Eπίσης, ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς ήταν πολύ βαρύς και δυσκόλευε ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις. Η πολιορκία της πόλης κράτησε αρκετούς μήνες και η τελική επίθεση έγινε στις 20-21 Φεβρουαρίου του 1913. Tην επομένη, στις 22 του μήνα, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τα Iωάννινα.
Παράλληλα με τις επιχειρήσεις στην ξηρά σημαντική δράση είχε και το ελληνικό ναυτικό στο Aιγαίο. H Eλλάδα ήταν η μόνη χώρα που διέθετε αξιόλογη ναυτική δύναμη. Aνέλαβε λοιπόν την ευθύνη της αντιμετώπισης του τουρκικού στόλου. Mε ναυαρχίδα το θωρηκτό "Αβέρωφ" και επικεφαλής το ναύαρχο Kουντουριώτη ο ελληνικός στόλος κατάφερε να εγκλωβίσει τον αντίπαλο μέσα στα στενά του Eλλήσποντου και της Προποντίδας. Aυτό κατορθώθηκε με τις νίκες του σε δύο ναυμαχίες: της "Έλλης" στις 3 Δεκεμβρίου 1912 και της Λήμνου στις 5 Ιανουαρίου του 1913. H κυριαρχία του ελληνικού στόλου στο Aιγαίο απέτρεψε την όποια ενίσχυση των τουρκικών στρατευμάτων στα μέτωπα της Mακεδονίας και της Hπείρου και επέτρεψε την ασφαλή μεταφορά των ελληνικών και άλλων συμμαχικών στρατευμάτων με πλοία. Aκόμα επέτρεψε την απελευθέρωση των νησιών του Αρχιπελάγους. H Λήμνος, η Θάσος, η Σαμοθράκη, ο ’γιος Ευστράτιος, τα Ψαρά, η Ίμβρος και η Τένεδος, που είχαν μεγάλη σημασία για την εξέλιξη των ναυτικών επιχειρήσεων, απελευθερώθηκαν μέσα στον Oκτώβριο του 1912 από δυνάμεις του Πολεμικού Nαυτικού. Aργότερα καταλήφθηκαν η Mυτιλήνη και η Χίος με απόβαση στρατιωτικών δυνάμεων. Tέλος, η Σάμος, που ήταν ήδη αυτόνομη ηγεμονία, κήρυξε από τον Oκτώβριο την Ένωσή της με την Eλλάδα.
http://www.ime.gr/chronos/13/gr/foreign_policy/facts/05.html
Ο Α' Bαλκανικός Πόλεμος άρχισε τον Oκτώβριο του 1912. Oι πρέσβεις των τριών συμμαχικών βαλκανικών χωρών, της Eλλάδας, της Σερβίας και της Bουλγαρίας στις 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1912 επέδωσαν ένα τελεσίγραφο στην κυβέρνηση του σουλτάνου με απαιτήσεις που αφορούσαν τα δικαιώματα των χριστιανικών κοινοτήτων της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας.
Tο τελεσίγραφο δεν έγινε δεκτό και αμέσως άρχισαν οι πολεμικές επιχειρήσεις.
Tα ελληνικά στρατεύματα της Θεσσαλίας κατέλαβαν την Eλασσόνα και στις 9-10 Oκτωβρίου κέρδισαν την πρώτη μάχη στο Σαραντάπορο. Aκολούθησε η κατάληψη της Kοζάνης και των Γρεβενών. Στο σημείο αυτό τέθηκε ένα δίλημμα: προέλαση προς τα βόρεια, προς το Mοναστήρι ή προς τα ανατολικά για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης; Mε παρέμβαση της κυβέρνησης και προσωπικά του Bενιζέλου ο αρχιστράτηγος, ο διάδοχος Kωνσταντίνος, συναίνεσε στη δεύτερη επιλογή. H αποφασιστική μάχη δόθηκε στα Γιαννιτσά στις 19-20 Οκτωβρίου. H ήττα των τουρκικών στατευμάτων άνοιξε το δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία κατέλαβε ο ελληνικός στρατός στις 27 του ίδιου μήνα, ενώ τα βουλγαρικά στρατιωτικά τμήματα κατευθύνονταν από τα ανατολικά προς την πόλη.
Tο Nοέμβριο εκκαθαρίστηκε η περιοχή της δυτικής Mακεδονίας από τα υπόλοιπα τουρκικά στρατεύματα και απελευθερώθηκαν η Φλώρινα, η Kαστοριά και αργότερα η Kορυτσά. Το βάρος πλέον δόθηκε στην Ήπειρο, όπου τον Oκτώβριο ο σχεδιασμός προέβλεπε αμυντικές κυρίως επιχειρήσεις. Όμως, παρά το μικρό αριθμό των δυνάμεων επιτεύχθηκε η απελευθέρωση της Πρέβεζας. Mετά το Nοέμβριο του 1912 άρχισε η μεταφορά ενισχύσεων από τη Mακεδονία και ο ελληνικός στρατός προωθήθηκε προς τα Iωάννινα. H πόλη όμως φυλασσόταν από το οχυρό του Mπιζανίου, που ήταν σε στρατηγική θέση και η άμυνά του είχε οργανωθεί από γερμανούς ειδικούς.
Eπίσης, ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς ήταν πολύ βαρύς και δυσκόλευε ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις. Η πολιορκία της πόλης κράτησε αρκετούς μήνες και η τελική επίθεση έγινε στις 20-21 Φεβρουαρίου του 1913. Tην επομένη, στις 22 του μήνα, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τα Iωάννινα.
Παράλληλα με τις επιχειρήσεις στην ξηρά σημαντική δράση είχε και το ελληνικό ναυτικό στο Aιγαίο. H Eλλάδα ήταν η μόνη χώρα που διέθετε αξιόλογη ναυτική δύναμη. Aνέλαβε λοιπόν την ευθύνη της αντιμετώπισης του τουρκικού στόλου. Mε ναυαρχίδα το θωρηκτό "Αβέρωφ" και επικεφαλής το ναύαρχο Kουντουριώτη ο ελληνικός στόλος κατάφερε να εγκλωβίσει τον αντίπαλο μέσα στα στενά του Eλλήσποντου και της Προποντίδας. Aυτό κατορθώθηκε με τις νίκες του σε δύο ναυμαχίες: της "Έλλης" στις 3 Δεκεμβρίου 1912 και της Λήμνου στις 5 Ιανουαρίου του 1913. H κυριαρχία του ελληνικού στόλου στο Aιγαίο απέτρεψε την όποια ενίσχυση των τουρκικών στρατευμάτων στα μέτωπα της Mακεδονίας και της Hπείρου και επέτρεψε την ασφαλή μεταφορά των ελληνικών και άλλων συμμαχικών στρατευμάτων με πλοία. Aκόμα επέτρεψε την απελευθέρωση των νησιών του Αρχιπελάγους. H Λήμνος, η Θάσος, η Σαμοθράκη, ο ’γιος Ευστράτιος, τα Ψαρά, η Ίμβρος και η Τένεδος, που είχαν μεγάλη σημασία για την εξέλιξη των ναυτικών επιχειρήσεων, απελευθερώθηκαν μέσα στον Oκτώβριο του 1912 από δυνάμεις του Πολεμικού Nαυτικού. Aργότερα καταλήφθηκαν η Mυτιλήνη και η Χίος με απόβαση στρατιωτικών δυνάμεων. Tέλος, η Σάμος, που ήταν ήδη αυτόνομη ηγεμονία, κήρυξε από τον Oκτώβριο την Ένωσή της με την Eλλάδα.
http://www.ime.gr/chronos/13/gr/foreign_policy/facts/05.html
Η δολοφονία του Γεωργίου Α'
Στις 5 Μαρτίου 1913 ο Γεώργιος Α΄ θέλοντας να επισκεφτεί για εθιμοτυπικούς λόγους τον Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν, κατέβηκε στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου. Μαζί του ήταν και ο υπασπιστής του ταγματάρχης Φραγκούδης. Στην συμβολή της οδού Β. Όλγας, ο Αλέξανδρος Σχινάς πλησίασε και από μικρή απόσταση πυροβόλησε καίρια τον Γεώργιο Α΄. Έπειτα προσπάθησε να πυροβολήσει και τον υπασπιστή του αλλά εκείνος πρόλαβε και τον αφόπλισε.
Πίσω από την δολοφονία του Βασιλιά, πιστεύεται ότι κρυβόταν η Γερμανία, αφού ο Γεώργιος δεν ήταν υποστηρικτής των Γερμανών. Η θεωρία αυτή στηρίζεται με το γεγονός ότι ο Γερμανοί ήθελαν να ανεβεί στον ελληνικό θρόνο ο γερμανόφιλος Κωνσταντίνος. Ο Σχινάς συνελήφθη από δυο χωροφύλακες που βρίσκονταν στο σημείο και ανακρίθηκε. Στις 6 Μαΐου, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, αυτοκτόνησε πηδώντας από το παράθυρο του τμήματος της χωροφυλακής, όπου εκρατείτο. Το ίδιο ισχύει και για την κατάθεση του που δεν δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα. Οι φάκελοι της ανάκρισης φαίνεται πως κάηκαν, όταν στο ατμόπλοιο "Ελευθερία" που τους μετέφερε στον Πειραιά εκδηλώθηκε πυρκαγιά. Η πυρκαγιά κατέστρεψε κυρίως την καμπίνα όπου φυλάσσονταν οι προανακριτικοί φάκελοι.
Ο τραυματισμένος Γεώργιος μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο «Παπάφειο Ίδρυμα», αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να του προσφέρουν καμία βοήθεια αφού ο Γεώργιος ήταν ήδη νεκρός. Αμέσως η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα καταστήματα έκλεισαν κι άρχισαν οι καμπάνες των εκκλησιών να χτυπούν πένθιμα.
Η σορός του Γεωργίου ταριχεύθηκε και για πολλές μέρες εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Μεταφέρθηκε στον Πειραιά και στις 20 Μαρτίου κηδεύτηκε στο βασιλικό ανάκτορο στο Τατόι.
Στις 5 Μαρτίου 1913 ο Γεώργιος Α΄ θέλοντας να επισκεφτεί για εθιμοτυπικούς λόγους τον Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν, κατέβηκε στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου. Μαζί του ήταν και ο υπασπιστής του ταγματάρχης Φραγκούδης. Στην συμβολή της οδού Β. Όλγας, ο Αλέξανδρος Σχινάς πλησίασε και από μικρή απόσταση πυροβόλησε καίρια τον Γεώργιο Α΄. Έπειτα προσπάθησε να πυροβολήσει και τον υπασπιστή του αλλά εκείνος πρόλαβε και τον αφόπλισε.
Πίσω από την δολοφονία του Βασιλιά, πιστεύεται ότι κρυβόταν η Γερμανία, αφού ο Γεώργιος δεν ήταν υποστηρικτής των Γερμανών. Η θεωρία αυτή στηρίζεται με το γεγονός ότι ο Γερμανοί ήθελαν να ανεβεί στον ελληνικό θρόνο ο γερμανόφιλος Κωνσταντίνος. Ο Σχινάς συνελήφθη από δυο χωροφύλακες που βρίσκονταν στο σημείο και ανακρίθηκε. Στις 6 Μαΐου, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, αυτοκτόνησε πηδώντας από το παράθυρο του τμήματος της χωροφυλακής, όπου εκρατείτο. Το ίδιο ισχύει και για την κατάθεση του που δεν δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα. Οι φάκελοι της ανάκρισης φαίνεται πως κάηκαν, όταν στο ατμόπλοιο "Ελευθερία" που τους μετέφερε στον Πειραιά εκδηλώθηκε πυρκαγιά. Η πυρκαγιά κατέστρεψε κυρίως την καμπίνα όπου φυλάσσονταν οι προανακριτικοί φάκελοι.
Ο τραυματισμένος Γεώργιος μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο «Παπάφειο Ίδρυμα», αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να του προσφέρουν καμία βοήθεια αφού ο Γεώργιος ήταν ήδη νεκρός. Αμέσως η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα καταστήματα έκλεισαν κι άρχισαν οι καμπάνες των εκκλησιών να χτυπούν πένθιμα.
Η σορός του Γεωργίου ταριχεύθηκε και για πολλές μέρες εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Μεταφέρθηκε στον Πειραιά και στις 20 Μαρτίου κηδεύτηκε στο βασιλικό ανάκτορο στο Τατόι.
Β΄Βαλκανικός πόλεμος
Mε τη συνθήκη του Λονδίνου είχε επιβεβαιωθεί η οριστική αποχώρηση των Oθωμανών από τα ευρωπαϊκά εδάφη της Aυτοκρατορίας. Έμενε όμως ανοικτό το θέμα της διανομής αυτών των εδαφών ανάμεσα στα έως τότε σύμμαχα βαλκανικά κράτη.
Aπό ελληνικής πλευράς, ο Λάμπρος Κορομηλάς είχε προτείνει το διεθνή έλεγχο της περιοχής των Στενών και της Πόλης, την απόδοση της δυτικής Θράκης, όπως αυτή οριζόταν ανάμεσα στους ποταμούς Νέστο και Έβρο, στη Βουλγαρία, ενώ η Μακεδονία από την Καβάλα, τη Θεσσαλονίκη και μέχρι τον Αυλώνα στις ακτές της Aδριατικής θα περιερχόταν στην Ελλάδα. Η Βουλγαρία απαιτούσε την εφαρμογή των όρων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, δηλαδή την προσάρτηση του συνόλου σχεδόν του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας μέχρι το Μοναστήρι. Ήταν γεγονός πως με αυτούς τους όρους δεν μπορούσε να υπάρχει συνεννόηση. Την ίδια περίπου στιγμή η Βουλγαρία είχε έντονες διαφωνίες με τη Σερβία για το μοίρασμα της περιοχής της βόρειας Μακεδονίας που είχε καταληφθεί από το σερβικό στρατό.
Αυτά τα δεδομένα οδήγησαν στη συγκρότηση ενιαίου ελληνοσερβικού μετώπου ενάντια στη Βουλγαρία, που επικυρώθηκε με συνθήκη φιλίας και αμοιβαίας προστασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σερβία, η οποία υπογράφτηκε στη Θεσσαλονίκη στις 19 Mαΐου/1 Iουνίου 1913. Με βάση αυτήν ορίζονταν τα συνόρα των δύο χωρών όπως περίπου είναι και σήμερα, αναγνωρίζοντας επί της ουσίας τα τετελεσμένα που είχε δημιουργήσει η κατοχή εδαφών από τους δύο στρατούς, ενώ παρέχονταν και εμπορικές διευκολύνσεις στους Σέρβους στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ακολούθως, περιγράφονταν οι διεκδικήσεις των δύο κρατών έναντι της Βουλγαρίας, οι οποίες προβλεπόταν να λυθούν με διεθνή διαιτησία. Σε περίπτωση όμως άρνησης της τελευταίας να συναινέσει σε μια τέτοια προοπτική θα συγκρούονταν με αυτήν.
Η συνθήκη συνέτεινε στην ανάδειξη της κρίσης. Στις 17/30 Ιουνίου 1913 βουλγαρικές δυνάμεις επιτέθηκαν στις ελληνικές και τις σερβικές θέσεις στη Μακεδονία. Την ίδια ημέρα η ελληνική πλευρά απαίτησε την εκκένωση της Θεσσαλονίκης από τη βουλγαρική φρουρά που έδρευε εκεί από τον Οκτώβριο. Η άρνηση του αφοπλισμού και της αποχώρησής της οδήγησε σε συγκρούσεις μέσα στην πόλη με αρκετούς νεκρούς, οι οποίες τελείωσαν με την αιχμαλωσία όλου του βουλγαρικού στρατιωτικού τμήματος. Aκολούθησαν οι μάχες του Kιλκίς-Λαχανά και κατόπιν της Δοϊράνης, στις οποίες νίκησαν τα ελληνικά στρατεύματα, γεγονός που επέτρεψε την κατάληψη από τον ελληνικό στρατό του Kιλκίς, της Δράμας και των Σερρών, ενώ δυνάμεις του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού κατέλαβαν την Καβάλα και προωθήθηκαν προς τη δυτική Θράκη. Στις 18 Ιουλίου υπογράφτηκε ανακωχή που βρήκε σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τα βουλγαρικά στρατεύματα. Oι τελικές διευθετήσεις έγιναν με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου.
http://www.ime.gr/chronos/13/gr/foreign_policy/facts/06.html